Monday, June 4, 2007

Η πίστη και το «γονίδιο του Θεού»

Tου Παντελη Mπουκαλα
Πως είχε ανακαλυφθεί και «γονίδιο του Θεού» μαζί με τόσα άλλα που έχουν όντως εντοπιστεί ή έτσι ισχυρίζονται οι ευφάνταστοι ιχνηλάτες τους, δεν το γνώριζα. Το διάβασα στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής, σε κείμενο του Ματθαίου Τσιμιτάκη υπό τον τίτλο «Στα χαρακώματα ξανά θρησκεία και επιστήμονες», όπου αναγραφόταν ότι «το 2005 ο εξελικτικός βιολόγος Dean Hamer, ερευνώντας τη γενετική βάση της εξάρτησης από το κάπνισμα, βρήκε αυτό που αποκάλεσε το “γονίδιο του Θεού”»· αν εμπιστευτούμε τις διαβεβαιώσεις του ερευνητή, το γονίδιο αυτό θα δώσει «απαντήσεις για το αίσθημα της θρησκευτικής πίστης και την τάση του ανθρώπου προς την πνευματικότητα». Ο υπότιτλος του κειμένου, «Εξελικτικό ατύχημα θεωρούν οι βιολόγοι την πίστη στον Θεό και αναζητούν απαντήσεις στο εργαστήριο», αναδείκνυε τη μάλλον δογματική βεβαιότητα ενός επιστημονικού κλάδου (ή ορισμένων θεραπόντων του), ενώ το μότο, «Σε 25 χρόνια οι θρησκείες δεν θα προκαλούν κανένα δέος στον κόσμο, λένε οι επιστήμονες», προανήγγελλε, και μάλιστα για το κοντινό μέλλον, έναν κόσμο πλήρως απαλλαγμένο από τους μεταφυσικούς φόβους και το παμπάλαιο άγχος του επέκεινα και του μετέπειτα. Απ’ το στόμα τους και στου Θεού τ’ αυτί, θα μπορούσαν να πουν ακόμα και οι άθεοι και οι αγνωστικιστές, που μάλλον θα διατηρούσαν τις επιφυλάξεις τους μπροστά σε τέτοια αυτοπεποίθηση, όποια επιστημονική αρματωσιά κι αν θέλει να επιδείξει. Δεν είναι η πρώτη φορά που ανακοινώνεται το τέλος της θρησκείας (ή των θρησκειών). Δεν είναι δηλαδή η πρώτη φορά που συγκρούεται ο κόσμος της γνώσης με τον κόσμο της πίστης, του ορθολογισμού με το «μη ερεύνα». Από τη δική του σκοπιά (τη σκοπιά ενός πιστού βέβαιου πως «η θρησκεία είναι εγγενής στη φύση ενός λογικού όντος»), και με αφορμή όσα υποστήριζε, το 1901, ο Γάλλος επιστήμονας Marcelin Berthelot για το τέλος της θρησκείας και τον θρίαμβο της επιστήμης, ο Λέων Τολστόι αποφαινόταν και τα εξής (βλ. το βιβλίο του «Τι είναι θρησκεία», μτφρ. Ματθαίος Βελούδος, Νίκος Στασινόπουλος, εκδ. «Printa», 2003): «Σε κάποιες περιόδους της ύπαρξης των ανθρώπινων κοινωνιών, φτάνει η στιγμή που η θρησκεία απομακρύνεται από το βασικό της νόημα, και κατόπιν παρεκκλίνει ακόμα περισσότερο μέχρι που χάνει κάθε επαφή με αυτό. Στο τέλος, το νόημά της απολιθώνεται στις ήδη καθιερωμένες μορφές και τότε αρχίζει να επηρεάζει ολοένα και λιγότερο τις ζωές των ανθρώπων. [...] Αλλά αυτό που συμβαίνει σήμερα στη χριστιανική κοινωνία μας δεν έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Για πρώτη φορά, η μειοψηφία των μορφωμένων ανθρώπων, αυτοί που ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή στις μάζες, όχι μόνο δεν πιστεύουν πια στην υπάρχουσα θρησκεία, αλλά μοιάζουν πεπεισμένοι ότι ο σημερινός κόσμος δεν την έχει ανάγκη. Αντί να προσπαθούν να πείσουν αυτούς που αμφισβητούν την αλήθεια της κρατούσας θρησκείας ότι υπάρχει κάποιο λογικότερο και σαφέστερο δόγμα από το ήδη υπάρχον, προσπαθούν να τους πείσουν ότι η θρησκεία γενικά έχει φτάσει στο τέλος της και γι’ αυτό δεν είναι μόνο άχρηστη, αλλά αποτελεί και ένα επιζήμιο όργανο της κοινωνικής ζωής, σαν το τυφλό έντερο στο ανθρώπινο σώμα. Αυτό το είδος των ανθρώπων δεν κατανοεί τη θρησκεία ως κάτι που είναι γνωστό σε μας μέσω της εσωτερικής εμπειρίας, αλλά ως ένα εξωτερικό φαινόμενο, κάτι σαν ασθένεια που μπορεί να προσβάλει κάποιους ανθρώπους και που μπορούμε να διερευνήσουμε μόνο μέσω των εξωτερικών συμπτωμάτων». Ας αφήσουμε αναπάντητο το ερώτημα για το αν αυτά συνέβησαν πράγματι «για πρώτη φορά» στον καιρό του Τολστόι κι αν υπήρξε ποτέ περίοδος στην ιστορία της ανθρωπότητας όπου οποιαδήποτε θρησκεία διέσωσε για καιρό και για πολλούς το αυθεντικό νόημά της· φαρισαϊσμός υπήρχε ακμαιότατος πολύ πριν ονομαστεί έτσι και ουδέποτε περιορίστηκε γεωγραφικά. Ας αφήσουμε επίσης να εκκρεμεί η υπόθεση του Ρώσου συγγραφέα πως «η μειοψηφία των μορφωμένων ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή στις μάζες», κι ας μείνουμε στη διαπίστωση ότι μέσα σε έναν αιώνα μετακινηθήκαμε από τη «θρησκεία ως ασθένεια» στη «θρησκευτική πίστη ως εξελικτικό ατύχημα παράλογο και κοινωνικά βλαβερό», όπως τη χαρακτηρίζει ο εξελικτικός βιολόγος Ρίτσαρντ Ντόκινς στο βιβλίο του «Η πλάνη του Θεού». Μολαταύτα, οι θρησκείες καλά κρατούν, με τις «ήπιες» ή τις φονταμενταλιστικές εκδοχές τους. «Φωνή Θεού» δεν ακούνε μόνο οι αγιατολάδες της Ανατολής, αλλά και οι παλαιοδιαθηκικής κοπής ηγεμόνες τής κατά τα λοιπά πεφωτισμένης Δύσης. Φυλετικώς μεροληπτικοί οι θεοί, εθνικοποιημένοι, κρατικοποιημένοι και στον τόπο μας ανέκαθεν κομματικοποιημένοι (ως κληρονόμος ολόκληρης παράδοσης δόξασε ο κ. Χριστόδουλος τη «Δεξιά του Κυρίου», αλλά αυτό μάλλον δεν το συνυπολόγισε ο κ. Μίκης Θεοδωράκης όταν μας έδινε την εντολή «να πλένουμε το στόμα μας πριν πιάνουμε το όνομα του αρχιεπισκόπου»), συνεχίζουν το έργο που από αιώνων τους ανέθεσε ο άνθρωπος. Οι κυριότεροι τροφοδότες (με αισθήματα και επιχειρήματα) του αθεϊσμού ήταν πάντοτε οι επί γης εκπρόσωποι των ουρανίων, πολιτικοί και εκκλησιαστικοί, αυτό όμως δεν μειώνει ιδιαίτερα τους πιστούς, ή έστω τους δεισιδαίμονες που δίνουν όνομα θεού στον φόβο ή την αγωνία τους· σωστά το είπε ο Αμερικανός ποιητής Ουώλλας Στήβενς πως αυτό που μετράει δεν είναι ο Θεός αλλά η πίστη. Αν είναι μια φορά δύσκολο να κοπεί το κάπνισμα με ιατρική επέμβαση στο «γονίδιο της νικοτίνης», είναι απείρως δυσκολότερο να εξαφανιστεί από προσώπου γης η θρησκευτική πίστη με κάποια επέμβαση στο «γονίδιο της μεταφυσικής» ή «του Θεού». Ο άνθρωπος δεν είναι μηχανή ή σκέτο άθροισμα γονιδίων, όπως τον θέλουν οι στατικές ερμηνείες αυτού του είδους. Δεν είναι επίσης ένα σάρκινο δοχείο ορμονών, όπως τον θέλουν οι συρρικνωτικές «περιγραφές» του από όσους ερμηνεύουν τον έρωτα, επί παραδείγματι, ή την αγάπη για την τέχνη ή και το ίδιο το χαμόγελο σαν αποτέλεσμα της υπερέκκρισης (ή της υποέκκκρισης, θα σας γελάσω) κάποιας χημικής ουσίας. Πολύμορφο το θρησκευτικό φαινόμενο, έχει αποδειχθεί ανθεκτικότατο επειδή είναι του κόσμου τούτου, όντας μια από τις απαντήσεις που δοκιμάζει ο νους μας στα ερωτήματα που τον τυραννούν για να τον ωριμάσουν. «Ο κοινός νους, που έχει πολλές αυταπάτες σχετικά με τον κόσμο, θα πρέπει βέβαια να επιτρέψει την ανεπιφύλακτη διαφώτισή του από τις επιστήμες», γράφει ο Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας στο κείμενό του «Πίστη και γνώση» (βλ. το βιβλίο του «Το μέλλον της ανθρώπινης φύσης», μτφρ. Μαρία Τοπάλη, εκδ. Scripta, 2004), συπληρώνει ωστόσο: «Η αναζήτηση έλλογων επιχειρημάτων, που θα στόχευε σε γενική αποδεκτότητα, τότε μόνο δεν θα οδηγούσε σε έναν άδικο αποκλεισμό της θρησκείας από τη δημόσια σφαίρα και δεν θα απέκοπτε την κοσμική κοινωνία από σημαντικές πλευρές της νοηματικής συγκρότησης, εάν και η κοσμική πλευρά διαφύλαττε ένα αισθητήριο για την εκφραστική δύναμη των θρησκευτικών γλωσσών». Οσο βαθύτερα γνωρίζεις οτιδήποτε, ακόμα κι αυτό που το αρνείσαι εκ προοιμίου, τόσο αποτελεσματικότερα μπορείς να οργανώσεις τον έλεγχό του, την αποκαθήλωσή του· να αντιμετωπίζεις το δόγμα με δόγμα και την αυθεντία με αυθεντία δεν είναι ο δοκιμότερος τρόπος. Γι’ αυτό ακριβώς έχουμε ανάγκη την επιστήμη, τη φυσική ιδιαίτερα επιστήμη, από τον καιρό ακόμα που λεγόταν «φυσιολογία». «Ουκ αν εδεόμεθα φυσιολογίας» (δεν θα χρειαζόμασταν τη φυσική επιστήμη) έλεγε ο Επίκουρος, αν δεν μας βασάνιζαν οι φόβοι από τα ουράνια φαινόμενα κι από τον θάνατο, αλλά και η άγνοια του ορίου των αλγηδόνων και των επιθυμιών.

No comments: