Monday, June 4, 2007

Ενας κόσμος στα μέτρα μας...

Με άφθονο χιούμορ και εκλαϊκευμένη περιγραφή, ο Μπιλ Μπράισον μάς εξηγεί πολύπλοκα θέματα
Tου Ματθαιου Τσιμιτακη
Μπιλ Μπράισον Μια μικρή ιστορία περί των πάντων (σχεδόν) μτφρ. Ανδρέας και Τεύκρος Μιχαηλίδης εκδ. Πόλις
Ο Μπιλ Μπράισον (Bill Bryson) δεν είχε ιδέα από επιστήμη. Δημοσιογράφος, συγγραφέας ταξιδιωτικών άρθρων και χιουμοριστικών βιβλίων, δεν είχε καν αμιγείς λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Ηθελε απλώς να είναι ευχάριστα. Στο βιβλίο του «Μικρή ιστορία περί των πάντων (σχεδόν)» κατάφερε όμως να γίνει τόσο ευχάριστος στο ευρύ κοινό (αλλά και την επιστημονική κοινότητα) ώστε να θεωρείται σήμερα εξίσου γνωστός με τους Beatles και να σαρώνει τα βραβεία με αποκορύφωμα το βραβείο Ντεκάρτ που απονέμει η Ευρωπαϊκή Ενωση στα καλύτερα ερευνητικά προγράμματα της χρονιάς και στις καλύτερες απόπειρες μετάδοσης της επιστήμης στο ευρύ κοινό (με βιβλίο, διάλεξη ή ταινία). Η «Μικρή ιστορία περί των πάντων (σχεδόν)» είναι η αριστοτεχνικά γραμμένη απόπειρα ενός αδαούς να καταλάβει τον κόσμο μέσα από την επιστήμη και τις αφηγήσεις της γι’ αυτόν. Ταυτόχρονα είναι ένας συναρπαστικός οδηγός στην ιστορία και τις σύγχρονες θεωρίες της επιστήμης. Επιστρατεύοντας άφθονο χιούμορ (για το οποίο ήταν ήδη γνωστός από τα ταξιδιωτικά του κείμενα) ο Μπράισον γράφει για εξαιρετικά πολύπλοκα και δύσκολα θέματα όπως η κοσμολογική θεωρία του big bang, η κατανόηση του κυττάρου, τα σούπερ νόβα και οι μαύρες τρύπες. Καταφέρνει, όμως, χρησιμοποιώντας ασταμάτητα παρομοιώσεις, ιστορικές και προσωπικές αναφορές αλλά κυρίως φέρνοντας τα γιγαντιαία κοσμολογικά ή τα απειροελάχιστα βιολογικά μεγέθη του κόσμου μας στα γνωστά μας ανθρώπινα μέτρα, να δημιουργεί κατανοητές και εύληπτες εικόνες. Η αφήγησή του είναι τόσο διασκεδαστική ώστε να μη διαφέρει και πολύ από τις ιστορίες ή τα ανέκδοτα που ακούει κανείς σε μια ταβέρνα και μετά τρέχει μειδιώντας να μεταφέρει στους φίλους του. Νεολαία... εξωγήινων Μερικά παραδείγματα; Γνωρίζετε ότι το 80% των φυτών και των ζώων της Αυστραλίας δεν συναντώνται πουθενά αλλού παρά μόνον εκεί; Κατά τον 19ο αιώνα ένας φυσιοδίφης έπιασε ένα εξαιρετικά σπάνιο είδος ζώου που μοιάζει με ποντίκι και γουρούνι. Πείνασε όμως και έφαγε το σπάνιο αυτό δείγμα με αποτέλεσμα από τότε κανείς να μην έχει ξαναδεί ποτέ αυτό το ζώο. Γνωρίζετε ότι για να φτάσει κανείς στο κέντρο του γαλαξία μας θα έπρεπε να ταξιδέψει με την ταχύτητα του φωτός, για περισσότερο χρόνο από όσο υπάρχει το ανθρώπινο είδος συνολικά στη Γη; «Φυσικά δεν αποκλείεται κάποιοι εξωγήινοι να είναι σε θέση να διανύσουν δισεκατομμύρια χιλιόμετρα και έτσι για πλάκα να ανεγείρουν ακατανόητα κυκλικά μνημεία στη Νότιο Αγγλία, ή να κόβουν τα ήπατα αθώων φορτηγατζήδων σε κάποιον έρημο δρόμο της Αριζόνα. Στο κάτω κάτω, θα έχουν και οι εξωγήινοι νεολαία», γράφει αστειευόμενος ο Μπράισον θέλοντας να δείξει την παράνοια όσων πιστεύουν στους εξωγήινους. Ελκυστικές ιστορίες Ο ίδιος λέει ότι έγραψε το βιβλίο γιατί δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος από τις επιστημονικές του γνώσεις. Λέει ότι η επιστήμη ήταν γι’ αυτόν απόμακρη και μυστήρια, αφού βιβλία και δάσκαλοι δεν κατάφερναν να πυροδοτήσουν το ενδιαφέρον μέσα του γι’ αυτήν, κυρίως επειδή ποτέ δεν έμπαιναν στα «γιατί», «πώς» και «πότε». «Ενιωθα σαν οι συγγραφείς αυτών των βιβλίων να ήθελαν να κρατήσουν όλο το καλό υλικό μακριά από εμένα, διατηρώντας το απύθμενα ψυχρό, χωρίς καθόλου πλοκή ή συναίσθημα». Ο ίδιος βεβαίως κάνει το ακριβώς ανάποδο. Περιγράφει λ.χ. τον Βούλγαρο αστροφυσικό Zwicky, τον άνθρωπο που ανακάλυψε τα supernova πριν και από αυτόν τον Οπενχάιμερ, σαν ένα δύστροπο, επιθετικό νευρωσικό που εφέρετο βίαια στους συνεργάτες του, με αποτέλεσμα αυτοί να κρύβονται όποτε αυτός έφθανε στο πανεπιστήμιο. Σε μια δημιουργική αναλαμπή (αφού οργανωτικά ήταν απερίγραπτος) έκανε μια τεράστια ανακάλυψη στην οποία κανείς δεν έδωσε σημασία, λόγω του χαρακτήρα του. Και για τον μεγαλύτερο αστρονόμο του 20ού αιώνα όμως, τον Hubble, αναφέρει ότι δεν γνώριζε τις θεωρίες του Αϊνστάιν. «Ηταν πολύ καλός παρατηρητής, αλλά όχι και στοχαστής», αναφέρει ενδεικτικά και προσθέτοντας μια συναισθηματική νότα αναφέρει: «Για λόγους που περιβάλλονται από μυστήριο, η σύζυγός του αρνήθηκε να του κάνει μια κανονική κηδεία και δεν αποκάλυψε ποτέ τι απέγινε το σώμα του. Μισόν αιώνα αργότερα είναι άγνωστο πού βρίσκονται τα οστά του κορυφαίου αστρονόμου. Αν αναζητήσετε κάποιο μνημείο του, θα πρέπει να στρέψετε τα μάτια στον ουρανό και στο διαστημικό τηλεσκόπιο που φέρει τιμητικά το όνομά του». Ευχάριστο και ακριβές Σε κάθε περίπτωση, όμως, όσο ευχάριστο παραμένει το κείμενό του άλλο τόσο παραμένει ακριβές. Τις 649 σελίδες του συνοδεύουν οκτώ σελίδες βιβλιογραφίας και 648 παραπομπές σε επιστημονικά άρθρα, δημοσιεύματα, βιβλία. Ούτε ένα «και» δεν είναι γραμμένο στην τύχη. Γι’ αυτό ίσως, αρκετά πριν από το βραβείο Ντεκάρτ, ο Μπράισον είχε κερδίσει το βραβείο Αventis και είχε δωρίσει τα χρήματα σε παιδιατρικό νοσοκομείο. Αργότερα, όταν τον βράβευσε ξανά η Royal Society, αυτός επανέκαμψε στο χιούμορ του επιστρέφονας ένα ποσό για να κεράσουν όλους τους υπαλλήλους της. «Πραγματικά ποτέ κανείς δεν έχει ξαναβραβευθεί τόσο γενναιόδωρα για το γεγονός ότι είναι άσχετος», είχε δηλώσει τότε. Σε πολλά κεφάλαια του βιβλίου του δεν σταματά να υπογραμμίζει πόσο λίγα είναι αυτά που γνωρίζει η επιστήμη για τη φύση του κόσμου μας και πόσο πολλά μένουν ακόμα να κατανοηθούν. Κλείνει όμως με όλες τις ζημιές που έχει προξενήσει ο άνθρωπος. «Υπάρχουν γεγονότα που επιδεικνύουν τη θεϊκή και εγκληματική ταυτόχρονα φύση του ανθρώπου – ενός είδους ικανού να διαλευκάνει τα μεγαλύτερα μυστήρια των ουρανών, ενώ συνάμα οδηγεί στον αφανισμό, δίχως κανένα λόγο, πλάσματα που ποτέ δεν τον έβλαψαν». Διαβάστε λοιπόν την «Μικρή ιστορία περί των πάντων (σχεδόν)». Αν μη τι άλλο, θα γελάσετε με την ψυχή σας.

Η ζωή μετά το Αουσβιτς

Ο θάνατος του έρωτα και ο έρωτας του θανάτου σε ένα στιγματισμένο κόσμο
Της Τιτικας Δημητρουλια
Liane Dirks Κι ο έρωτας; μτφρ. Νίκη Eideneier εκδ. University Studio Press
Μια Πολωνοεβραία επιζεί από το Αουσβιτς, επιστρέφει στη χώρα της και προσπαθεί να μάθει και πάλι να ζει. Ενας νεαρός Γερμανός, γιος ενός από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες - προπαγανδιστές του Γ΄ Ράιχ, μεγαλωμένος ανάμεσα στον Χίτλερ και τον Γκαίμπελς, θέλει να αθωώσει τον πατέρα του, αποδεικνύοντας ότι πολλοί από τους ιδεολογικούς και φυσικούς υπεύθυνους του Ολοκαυτώματος ζουν και βασιλεύουν μετά τον πόλεμο, με την ανοχή κάποιων από τους Συμμάχους και της νέας Γερμανίας. Τους ενώνει ένας δύσκολος έρωτας. Μια νεαρή συγγραφέας, η Ντιρκς (1955), αναλαμβάνει να καταγράψει τις αναμνήσεις της γυναίκας αυτής και να διερευνήσει τη δυνατότητα του έρωτα μετά το Αουσβιτς. Να μιλήσει δηλαδή στην πραγματικότητα για τον θάνατο του έρωτα και τον έρωτα του θανάτου μέσα σε έναν κόσμο ανεξίτηλα στιγματισμένο από ένα κοινότοπο Κακό, που απλώνεται πολύ πέραν του πεδίου των ηττημένων ναζιστών. Πραγματική ιστορία Η Κρίστινα Τσιβούλτσκα επέστρεψε από το Αουσβιτς, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, το σατιρικό της έργο τής χάρισε την αγάπη του κοινού σε ολόκληρο το ανατολικό μπλοκ, ο διπλωμάτης άντρας της της έκανε τη ζωή εύκολη. Εγραψε ένα από τα πρώτα βιβλία για το Αουσβιτς, που κάποια στιγμή αποσύρθηκε από τις προθήκες του μουσείου μέσα στον χώρο του στρατοπέδου. Και ακολούθησε τον γιο του Φάιτ Χάρλαν, Τόμας, τον Αντρέας Χέρκινγκ του βιβλίου, αποδεχόμενη με απόλυτη φυσικότητα την αβεβαιότητα, τις ταπεινώσεις, την ένταση και την απόλαυση που της χάριζε η ζωή μαζί του. Εκαναν μαζί ένα θεατρικό και παραλίγο ένα βιβλίο, για τους ναζιστές, όπως ο Αϊχμαν, που συνέχιζαν τη ζωή τους ανενόχλητοι. Βρήκαν αξεπέραστα εμπόδια στην έκδοσή του, σιγά σιγά η σχέση τους ξέφτισε. Η Τσιβούλτσκα ακολούθησε τη μοίρα των υπολοίπων 20.000 Εβραίων που διώχτηκαν το 1968 από την Πολωνία. Και αυτή την ταραχώδη ζωή της, μέσα στη φρίκη του στρατοπέδου και έπειτα από αυτήν, την αφηγήθηκε πριν πεθάνει στην Ντιρκς. Σε μια πρώτη ανάγνωση του βιβλίου, που κινείται ανάμεσα στο μυθιστόρημα με κλειδιά και τη μαρτυρία, η ζωή και ο έρωτας μοιάζουν να κυριαρχούν επί του θανάτου και η ζωντάνια και το πείσμα της Κρίστινα Τσιβούλτσκα μοιάζουν να ορίζουν ένα τοπίο ελπίδας. Ο αναγνώστης μένει εντούτοις με μια γεύση στάχτης στο στόμα. Διαβάζει μέσα από τις γραμμές μια άλλη ιστορία: η Κρίστινα αποδύεται σε μια απελπισμένη αναζήτηση των αισθήσεων, των αισθημάτων, μιας δικαίωσης, που της ξεφεύγουν διαρκώς μέσα από τα δάχτυλά της. Οι σχέσεις της λειψές και μισερές, φορτωμένες ανομολόγητες ενοχές και τύψεις, σαν αυτές που διατηρεί με τους οικείους της· θολές και τεταμένες, σαν αυτή που τη συνδέει με τον νεαρό Γερμανό, της οποίας τα μόνα σαφή περιγράμματα ορίζονται από τη σαρκική έλξη, επιβεβαιώνουν τη φυσική ύπαρξη. Το παρελθόν του Αουσβιτς, ο διαρκής εφιάλτης, προκαλεί μια παλινδρομική κίνηση έλξης - άπωσης που επικαθορίζει τη ζωή της. Γιατί η ζωή, ο έρωτας, η ποίηση, ο Θεός συνέχισαν να υπάρχουν και μέσα στην έσχατη θηριωδία, και ύστερα από αυτήν, ως οιονεί αντίδοτα στον θάνατο – που έχει εγκατασταθεί όμως ανεπιστρεπτί μέσα στον βαθύτερο πυρήνα τους. Συνειδητές επιλογές Η συνάντηση με τον ναζιστή - πατέρα, το πάθος για τον γιο, η στράτευση σε μια υπόθεση με αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα όσον αφορά την καταδίκη των χιτλερικών, όλες οι κινήσεις και οι επιλογές της Τσιβούλτσκα μοιάζουν μαζί συνειδητές όσο και ανώδυνες, υπό την έννοια ότι κάθε όριο οδύνης και άλγους μετά το Αουσβιτς έχει οριστικά καταλυθεί. Η ζωή είναι ιερή όσο και άσκοπη και το Κακό αήττητο. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν καταφέρνουν ούτε καν να ξορκίσουν τον αντιεβραϊσμό, όχι να επιβάλουν τον σεβασμό της ανθρωπινότητας. Ο έρωτας της Κρίστινα για το «ηλιογέννητο παιδί» του Γκαίμπελς, τον Χάρλαν τον νεότερο, είναι στην πραγματικότητα ένας έρωτας θανάτου. Διότι ο έρωτας της ζωής αναλώθηκε στην τρυφερότητα της αποδοχής του μοιραίου, στην ένωση των σωμάτων εν κενώ μέσα στο ίδιο το εργαστήρι του «μάστορα από τη Γερμανία», μέσα στο Αουσβιτς. Η Κρίστινα είναι καταδικασμένη να είναι για πάντα μια Πολωνέζα Εβραία-άλλοθι, απούσα εν τη παρουσία της. Ακόμα και οι λέξεις δεν αποδίδουν παρά τον αχνό απόηχο μιας εμπειρίας που διαφεύγει κάθε έκφραση. Κατηγορία προδοσίας Για την ιστορία: ο Τόμας Χάρλαν περιπλανήθηκε στην Ευρώπη, στρατεύτηκε στον αντιεξουσιαστικό χώρο και το 2000 εξέδωσε ένα κείμενο παράλληλο προς αυτό της Ντιρκς, τη «Ρόζα», ένα μυθιστόρημα για την εξόντωση των Εβραίων στην Πολωνία. Στο Ιδρυμα Φελτρινέλλι εξακολουθούν να υπάρχουν τα δελτία για το βιβλίο που θα έγραφε –μαζί με την Τσιβούλτσκα προφανώς– για τους διαφυγόντες ναζιστές. Το Ιδρυμα σημειώνει ότι μέσα από τη δουλειά αυτή «προσήχθησαν περισσότεροι από 2.000 εγκληματίες πολέμου που συνέχιζαν τη ζωή τους στη Γερμανία», ενώ ο Χάρλαν αντιμετώπισε την κατηγορία της παράδοσης απορρήτων εγγράφων στα πολωνικά ΜΜΕ.

Kαθημερινή 13 - 05 - 07

Τα συναισθήματα έχουν τη δική τους ιστορία

Το μίσος, ο φθόνος, η θλίψη εκδηλώνονται διαφορετικά στο πέρασμα του χρόνου και ανάλογα με το κοινωνικό περιβάλλον
Του Χαρη Εξερτζογλου*
H γλώσσα του συναισθήματος έχει μια σταθερή παρουσία στη ζωή μας. Από την τηλεόραση και τα έντυπα μέχρι τη διαφήμιση κατακλυζόμαστε από αναφορές που απευθύνονται στα συναισθήματά μας. Δεν πρόκειται μόνο για επικοινωνιακό επιφαινόμενο. Αμέτρητες καταστάσεις, από τη διαχείριση οικογενειακών διαφορών, συλλογικών και ατομικών στάσεων, μέχρι συμβάντα που αφορούν τις ευρύτερες και μη άμεσα ελεγχόμενες συνθήκες μέσα στις οποίες βιώνουμε, όπως οι πολεμικές συρράξεις της τελευταίας δεκαπενταετίας αλλά και ο πυρηνικός τρόμος της ψυχροπολεμικής εποχής, παραπέμπουν στην ισχυρή θέση των συναισθημάτων στην ανθρώπινη εμπειρία. Το μίσος, ο φόβος, ο φθόνος, η θλίψη, η επιθυμία αποτελούν στοιχεία της ανθρώπινης κατάστασης διότι οργανώνουν στάσεις ζωής, επιδρούν στις αποφάσεις μας, διαπλέκονται με το λογικό μας, επιβάλλονται πάνω μας. Η διαπίστωση αυτή δεν θα ήταν πρόβλημα αν οι κοινωνίες μας δεν είχαν γαλουχηθεί με την πεποίθηση ότι τα συναισθήματα και η λογική αποτελούν διαφορετικές και συνήθως αντιθετικές καταστάσεις. Η σχέση με τη λογική Ωστόσο, μέχρι τη σύγχρονη εποχή -από τον Αριστοτέλη και τον Αυγουστίνο μέχρι τον Καρτέσιο και τον Hobbes- η σχέση ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα έχει κατανοηθεί, με διαφορετικούς τρόπους, που δεν εστιάζονταν μόνο στην αντίθεση αλλά και την αλληλοτροφοδοσία. Η πεποίθηση της μεταξύ τους αντίθεσης φαίνεται πως κερδίζει έδαφος από τα τέλη του 18ου και κυρίως κατά τον 19ο αιώνα όταν, επιπλέον, συμπληρώνεται με τη βεβαιότητα ότι τα συναισθήματα αποτελούν μέρος της ανθρώπινης φύσης. Η τοποθέτηση των συναισθημάτων στο σώμα, η φυσικοποίησή τους, ενθάρρυνε την επιστημονική ενασχόληση με αυτά. Η δυτική ιατρική επιστήμη του 19ου αιώνα κατέστησε τα συναισθήματα αντικείμενο έρευνας μέσα από τις διακριτές ειδικεύσεις της κατά την περίοδο αυτή. Από τη φυσιολογία και τη νευρολογία μέχρι την υγιεινή, τα συναισθήματα αντιμετωπίσθηκαν ως μέρος του ανθρώπινου οργανισμού, η ενότητα του οποίου μπορούσε να κατανοηθεί με την πρόοδο της ιατρικής γνώσης. Η θέση των συναισθημάτων στα όργανα του σώματος, η επίδραση των πρώτων στα δεύτερα και το αντίστροφο υπήρξε αντικείμενο μεγάλων συζητήσεων στο χώρο της ιατρικής. Ο ρόλος της ψυχολογίας Η εμφάνιση των ψυχοεπιστημών κατά την ίδια περίοδο, κυρίως της ψυχολογίας, έδωσε νέους προσανατολισμούς στην κατανόηση των συναισθημάτων. Τα συναισθήματα πλέον, όχι μόνο αναλύονται καθαυτά με εργαστηριακές μεθόδους, αλλά καταγράφονται και ταξινομούνται μέσα από την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και ουδέτερων, υποτίθεται, μηχανημάτων που σύντομα απέκτησαν και εξωεργαστηριακές εφαρμογές, όπως οι ανιχνευτές ψεύδους. Η πεποίθηση ότι ο εγκέφαλος δεν φιλοξενεί απλώς τα συναισθήματα αλλά τα παράγει προέρχεται από τη νεότερη νευρολογία, η οποία στο πλαίσιο μιας σύγχρονης φυσικαλιστικής στροφής έχει βαλθεί να αποδείξει ότι οι ανθρώπινες συμπεριφορές και τα συναισθήματα ανάγονται στη βιολογική υποδομή του ανθρώπινου οργανισμού. Οι παραπάνω προσεγγίσεις δεν υπήρξαν απαραίτητα αρραγείς, στο βαθμό που δέχτηκαν κριτική στο εσωτερικό των πειθαρχιών που τις παρήγαγαν. Ομως, από τον 19ο αιώνα και μετά διαμόρφωσαν έναν κυρίαρχο τρόπο κατανόησης των συναισθημάτων τοποθετώντας τα στο ανθρώπινο σώμα. Η φυσικοποίηση των συναισθημάτων ισοδυναμούσε με την πεποίθηση ότι αυτά αποτελούν μέρος της δομής του ανθρώπου ως όντος, επομένως εγγράφονται σε μια διαχρονική ανθρώπινη φύση που ισχύει για όλους τους ανθρώπους. Νέα προσέγγιση Απέναντι στην παράδοση αυτή, στις ρητές και άρρητες επιστημολογικές της παραδοχές, αναπτύχθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες ένας ισχυρός αντίλογος, που στηρίζεται στην υπόθεση ότι αντί να θεωρήσουμε δεδομένη τη φυσική υπόσταση των συναισθημάτων, θα πρέπει να εξετάσουμε πώς αυτά παράγονται ιστορικά, πολιτισμικά και κοινωνικά. Υπήρχαν πολλοί λόγοι που οδήγησαν σε αυτή τη στροφή - ανάμεσά τους ότι διαπιστώθηκε εξαιρετική αστάθεια στο τι ακριβώς μετρά ως συναίσθημα σε σχέση π.χ. με τη διάθεση ή τα σωματικά ερεθίσματα. Ομως οι συνέπειές της δεν ήταν απλές. Τοποθετώντας τα συναισθήματα στη σφαίρα του πολιτισμού, και όχι της φύσης, η καθολική και διαχρονική υπόστασή τους αμφισβητείται. Οι άνθρωποι μπορεί να φοβούνταν το Μεσαίωνα όπως αισθάνονται και δηλώνουν ότι φοβούνται και σήμερα, αλλά δεν πρόκειται για την ίδια συναισθηματική κατάσταση. Πρόκειται απλώς για τη χρήση της ίδιας λέξης -φόβος-, που όμως μεταφέρει διαφορετικές συναισθηματικές συνδηλώσεις. Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την πηγή του φόβου. Δεν είναι απλώς η χρονική απόσταση που χωρίζει την πανώλη του Μεσαίωνα από το έιτζ της ύστερης νεωτερικότητας, αλλά η επένδυση αυτών των καταστάσεων με διαφορετικό ηθικό και γνωστικό περιεχόμενο που συνιστά τη διαφορά. Ο φόβος απέναντί τους συμπυκνώνει τις αγωνίες και τις αβεβαιότητες των υποκειμένων για την ύπαρξή τους μέσα σε διαφορετικά πολιτισμικά συμφραζόμενα. Επομένως τα συναισθήματα δεν υπάρχουν αφ' εαυτά δεν προκύπτουν αυθόρμητα, αλλά αποτελούν μέρος της κοινωνικής διάδρασης που με τη σειρά της είναι πολιτισμικά προσδιορισμένη. Διαφορές στην εκδήλωση Επιπλέον, μέσα από τη γνώση των μη δυτικών κοινωνιών που προσφέρει η Κοινωνική Ανθρωπολογία μπορεί να υποστηριχθεί ότι διαφορετικοί πολιτισμοί, συγχρονικοί μεταξύ τους, διαμορφώνουν διαφορετικές συναισθηματικές δομές απέναντι στις ίδιες καταστάσεις. Το συναίσθημα δεν είναι μια οικουμενική αλλά μια πολιτισμικά προσδιορισμένη κατάσταση, η οποία παράγεται ως τέτοια ανεξάρτητα από τις υπαρκτές σωματικές εκδηλώσεις των συναισθηματικών εκδηλώσεων, που επίσης μπορούν να διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό. Στη βάση αυτής της αφετηρίας, πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες έχουν ασχοληθεί με τα συναισθήματα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, προσπαθώντας να δείξουν ότι αυτά ανήκουν μάλλον στη σφαίρα του πολιτισμού, παρά σε αυτήν της φύσης. Επομένως, προβληματοποιούν τα συναισθήματα μέσα στις πολιτισμικές και ιστορικές συνθήκες της επιτελεσής τους. Ειδικότερα, από την πλευρά της ιστορίας, το ενδιαφέρον αυτό έχει πρόσφατα ενισχυθεί με μια σειρά από μελέτες και μονογραφίες που δείχνουν τις μεγάλες δυνατότητες που υπάρχουν στον απαιτητικό αυτό τομέα. Ζητήματα διερεύνησης Η κατανόηση της ιστορικότητας των συναισθημάτων, η καταγραφή των διαφορετικών συναισθηματικών καταστάσεων που αναγνωρίζει η κάθε κοινωνία, αποτελούν σήμερα κεντρικά ζητήματα διερεύνησης. Ωστόσο, είναι αδύνατο να παρακαμφθεί η διεπιστημονική διάσταση του προβλήματος, στο μέτρο που επιστήμονες από άλλες κοινωνικές επιστήμες έχουν ταυτόχρονα κινηθεί προς την ίδια ερευνητική κατεύθυνση και τα πορίσματα των εργασιών τους είναι πολύτιμα. Το συνέδριο που οργανώνει το περιοδικό Ιστορείν με τίτλο «Συναισθήματα: ιστορία, αναπαραστάσεις, πολιτικές», έχει ως στόχο να αναδείξει τον προβληματισμό που έχει αναπτυχθεί στο χώρο της ιστορίας και των κοινωνικών επιστημών. Εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή ιστορικών, ανθρωπολόγων, φιλοσόφων κ.ά., καθώς και την παρουσία ορισμένων κορυφαίων ακαδημαϊκών, όπως του Peter Stearns, της Mariella Pandolfi, του Gil Anidjar, της Luisa Passerini και άλλων, φιλοδοξεί να προσφέρει στην ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά και το ευρύτερο κοινό, ένα χώρο προβληματισμού και συζήτησης για ένα ζήτημα που αφορά το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Διεθνές συνέδριο με συμμετοχή 64 επιστημόνων Τα συναισθήματα δεν είναι μόνο ατομικά. Αφορούν -και χαρακτηρίζουν- κοινωνίες ολόκληρες ή ομάδες ατόμων και διαμορφώνονται, κάθε φορά, από πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες. «Περί συναισθημάτων: ιστορία, πολιτικές, αναπαραστάσεις» είναι ο τίτλος του 3ου διεθνούς συνεδρίου που φιλοξενείται στην Αθήνα στις 18, 19 και 20 Μαΐου, με διοργανωτή το ιστορικό περιοδικό «Historein». Επί τρεις ημέρες επιστήμονες απ' όλο τον κόσμο, θα συζητήσουν για τους συλλογικούς φόβους και τα δημόσια πάθη, για τα πάθη των ανθρώπων στη διάρκεια της ιστορίας και πώς αυτά ιστορικοποιούνται, για την πολιτική παραγωγή του συναισθήματος και την εθνική τους διαχείριση, για τις οπτικές αναπαραστάσεις του συναισθήματος, και τις απεικονίσεις του στην τέχνη. Εξήντα τέσσερις επιστήμονες απ' όλο τον κόσμο (Jorn Rusen, Γερ. Βώκος, Χ. Εξερτζόγλου, Εφη Γαζή, Π. Παναγιωτόπουλος, Αντ. Λιάκος, Εφη Αβδελά, Στ. Πεσμαζόγλου, Α. Παπαταξιάρχης, Ρ. Μπενβενίστε, Ν. Καραπιδάκης, Olivier Zeller, Π. Μπασάκος, Alberto Mario Banti, Carlotta Sorba, κ.ά.) αλλά και ακαδημαϊκοί, ανάμεσά τους οι Peter Stearns, Mariella Pandolfi, Gil Anidjar, Luisa Passerini, κ.ά. θα συγκεντρωθούν στο Αμφιθέατρο «Μεγάρου Διοικητού Θεόδωρου Β. Καρατζά» (στο κτίριο της Εθνικής Τραπέζης, στη οδό Αιόλου 82 - 84) και θα ανταλλάξουν απόψεις για τα συναισθήματα, για το πώς δημιουργούνται και το πώς εκφράζονται στη διάρκεια της ιστορίας των κοινωνιών και των πολιτισμών. Χορηγοί του συνεδρίου είναι η Εθνική Τράπεζα, το Ιδρυμα Λάτση, το Ιδρυμα Κωστοπούλου και οι εκδόσεις «Νεφέλη». * Ο κ. Χάρης Εξερτζόγλου διδάσκει Ιστορία στο τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Η πίστη και το «γονίδιο του Θεού»

Tου Παντελη Mπουκαλα
Πως είχε ανακαλυφθεί και «γονίδιο του Θεού» μαζί με τόσα άλλα που έχουν όντως εντοπιστεί ή έτσι ισχυρίζονται οι ευφάνταστοι ιχνηλάτες τους, δεν το γνώριζα. Το διάβασα στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής, σε κείμενο του Ματθαίου Τσιμιτάκη υπό τον τίτλο «Στα χαρακώματα ξανά θρησκεία και επιστήμονες», όπου αναγραφόταν ότι «το 2005 ο εξελικτικός βιολόγος Dean Hamer, ερευνώντας τη γενετική βάση της εξάρτησης από το κάπνισμα, βρήκε αυτό που αποκάλεσε το “γονίδιο του Θεού”»· αν εμπιστευτούμε τις διαβεβαιώσεις του ερευνητή, το γονίδιο αυτό θα δώσει «απαντήσεις για το αίσθημα της θρησκευτικής πίστης και την τάση του ανθρώπου προς την πνευματικότητα». Ο υπότιτλος του κειμένου, «Εξελικτικό ατύχημα θεωρούν οι βιολόγοι την πίστη στον Θεό και αναζητούν απαντήσεις στο εργαστήριο», αναδείκνυε τη μάλλον δογματική βεβαιότητα ενός επιστημονικού κλάδου (ή ορισμένων θεραπόντων του), ενώ το μότο, «Σε 25 χρόνια οι θρησκείες δεν θα προκαλούν κανένα δέος στον κόσμο, λένε οι επιστήμονες», προανήγγελλε, και μάλιστα για το κοντινό μέλλον, έναν κόσμο πλήρως απαλλαγμένο από τους μεταφυσικούς φόβους και το παμπάλαιο άγχος του επέκεινα και του μετέπειτα. Απ’ το στόμα τους και στου Θεού τ’ αυτί, θα μπορούσαν να πουν ακόμα και οι άθεοι και οι αγνωστικιστές, που μάλλον θα διατηρούσαν τις επιφυλάξεις τους μπροστά σε τέτοια αυτοπεποίθηση, όποια επιστημονική αρματωσιά κι αν θέλει να επιδείξει. Δεν είναι η πρώτη φορά που ανακοινώνεται το τέλος της θρησκείας (ή των θρησκειών). Δεν είναι δηλαδή η πρώτη φορά που συγκρούεται ο κόσμος της γνώσης με τον κόσμο της πίστης, του ορθολογισμού με το «μη ερεύνα». Από τη δική του σκοπιά (τη σκοπιά ενός πιστού βέβαιου πως «η θρησκεία είναι εγγενής στη φύση ενός λογικού όντος»), και με αφορμή όσα υποστήριζε, το 1901, ο Γάλλος επιστήμονας Marcelin Berthelot για το τέλος της θρησκείας και τον θρίαμβο της επιστήμης, ο Λέων Τολστόι αποφαινόταν και τα εξής (βλ. το βιβλίο του «Τι είναι θρησκεία», μτφρ. Ματθαίος Βελούδος, Νίκος Στασινόπουλος, εκδ. «Printa», 2003): «Σε κάποιες περιόδους της ύπαρξης των ανθρώπινων κοινωνιών, φτάνει η στιγμή που η θρησκεία απομακρύνεται από το βασικό της νόημα, και κατόπιν παρεκκλίνει ακόμα περισσότερο μέχρι που χάνει κάθε επαφή με αυτό. Στο τέλος, το νόημά της απολιθώνεται στις ήδη καθιερωμένες μορφές και τότε αρχίζει να επηρεάζει ολοένα και λιγότερο τις ζωές των ανθρώπων. [...] Αλλά αυτό που συμβαίνει σήμερα στη χριστιανική κοινωνία μας δεν έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Για πρώτη φορά, η μειοψηφία των μορφωμένων ανθρώπων, αυτοί που ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή στις μάζες, όχι μόνο δεν πιστεύουν πια στην υπάρχουσα θρησκεία, αλλά μοιάζουν πεπεισμένοι ότι ο σημερινός κόσμος δεν την έχει ανάγκη. Αντί να προσπαθούν να πείσουν αυτούς που αμφισβητούν την αλήθεια της κρατούσας θρησκείας ότι υπάρχει κάποιο λογικότερο και σαφέστερο δόγμα από το ήδη υπάρχον, προσπαθούν να τους πείσουν ότι η θρησκεία γενικά έχει φτάσει στο τέλος της και γι’ αυτό δεν είναι μόνο άχρηστη, αλλά αποτελεί και ένα επιζήμιο όργανο της κοινωνικής ζωής, σαν το τυφλό έντερο στο ανθρώπινο σώμα. Αυτό το είδος των ανθρώπων δεν κατανοεί τη θρησκεία ως κάτι που είναι γνωστό σε μας μέσω της εσωτερικής εμπειρίας, αλλά ως ένα εξωτερικό φαινόμενο, κάτι σαν ασθένεια που μπορεί να προσβάλει κάποιους ανθρώπους και που μπορούμε να διερευνήσουμε μόνο μέσω των εξωτερικών συμπτωμάτων». Ας αφήσουμε αναπάντητο το ερώτημα για το αν αυτά συνέβησαν πράγματι «για πρώτη φορά» στον καιρό του Τολστόι κι αν υπήρξε ποτέ περίοδος στην ιστορία της ανθρωπότητας όπου οποιαδήποτε θρησκεία διέσωσε για καιρό και για πολλούς το αυθεντικό νόημά της· φαρισαϊσμός υπήρχε ακμαιότατος πολύ πριν ονομαστεί έτσι και ουδέποτε περιορίστηκε γεωγραφικά. Ας αφήσουμε επίσης να εκκρεμεί η υπόθεση του Ρώσου συγγραφέα πως «η μειοψηφία των μορφωμένων ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή στις μάζες», κι ας μείνουμε στη διαπίστωση ότι μέσα σε έναν αιώνα μετακινηθήκαμε από τη «θρησκεία ως ασθένεια» στη «θρησκευτική πίστη ως εξελικτικό ατύχημα παράλογο και κοινωνικά βλαβερό», όπως τη χαρακτηρίζει ο εξελικτικός βιολόγος Ρίτσαρντ Ντόκινς στο βιβλίο του «Η πλάνη του Θεού». Μολαταύτα, οι θρησκείες καλά κρατούν, με τις «ήπιες» ή τις φονταμενταλιστικές εκδοχές τους. «Φωνή Θεού» δεν ακούνε μόνο οι αγιατολάδες της Ανατολής, αλλά και οι παλαιοδιαθηκικής κοπής ηγεμόνες τής κατά τα λοιπά πεφωτισμένης Δύσης. Φυλετικώς μεροληπτικοί οι θεοί, εθνικοποιημένοι, κρατικοποιημένοι και στον τόπο μας ανέκαθεν κομματικοποιημένοι (ως κληρονόμος ολόκληρης παράδοσης δόξασε ο κ. Χριστόδουλος τη «Δεξιά του Κυρίου», αλλά αυτό μάλλον δεν το συνυπολόγισε ο κ. Μίκης Θεοδωράκης όταν μας έδινε την εντολή «να πλένουμε το στόμα μας πριν πιάνουμε το όνομα του αρχιεπισκόπου»), συνεχίζουν το έργο που από αιώνων τους ανέθεσε ο άνθρωπος. Οι κυριότεροι τροφοδότες (με αισθήματα και επιχειρήματα) του αθεϊσμού ήταν πάντοτε οι επί γης εκπρόσωποι των ουρανίων, πολιτικοί και εκκλησιαστικοί, αυτό όμως δεν μειώνει ιδιαίτερα τους πιστούς, ή έστω τους δεισιδαίμονες που δίνουν όνομα θεού στον φόβο ή την αγωνία τους· σωστά το είπε ο Αμερικανός ποιητής Ουώλλας Στήβενς πως αυτό που μετράει δεν είναι ο Θεός αλλά η πίστη. Αν είναι μια φορά δύσκολο να κοπεί το κάπνισμα με ιατρική επέμβαση στο «γονίδιο της νικοτίνης», είναι απείρως δυσκολότερο να εξαφανιστεί από προσώπου γης η θρησκευτική πίστη με κάποια επέμβαση στο «γονίδιο της μεταφυσικής» ή «του Θεού». Ο άνθρωπος δεν είναι μηχανή ή σκέτο άθροισμα γονιδίων, όπως τον θέλουν οι στατικές ερμηνείες αυτού του είδους. Δεν είναι επίσης ένα σάρκινο δοχείο ορμονών, όπως τον θέλουν οι συρρικνωτικές «περιγραφές» του από όσους ερμηνεύουν τον έρωτα, επί παραδείγματι, ή την αγάπη για την τέχνη ή και το ίδιο το χαμόγελο σαν αποτέλεσμα της υπερέκκρισης (ή της υποέκκκρισης, θα σας γελάσω) κάποιας χημικής ουσίας. Πολύμορφο το θρησκευτικό φαινόμενο, έχει αποδειχθεί ανθεκτικότατο επειδή είναι του κόσμου τούτου, όντας μια από τις απαντήσεις που δοκιμάζει ο νους μας στα ερωτήματα που τον τυραννούν για να τον ωριμάσουν. «Ο κοινός νους, που έχει πολλές αυταπάτες σχετικά με τον κόσμο, θα πρέπει βέβαια να επιτρέψει την ανεπιφύλακτη διαφώτισή του από τις επιστήμες», γράφει ο Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας στο κείμενό του «Πίστη και γνώση» (βλ. το βιβλίο του «Το μέλλον της ανθρώπινης φύσης», μτφρ. Μαρία Τοπάλη, εκδ. Scripta, 2004), συπληρώνει ωστόσο: «Η αναζήτηση έλλογων επιχειρημάτων, που θα στόχευε σε γενική αποδεκτότητα, τότε μόνο δεν θα οδηγούσε σε έναν άδικο αποκλεισμό της θρησκείας από τη δημόσια σφαίρα και δεν θα απέκοπτε την κοσμική κοινωνία από σημαντικές πλευρές της νοηματικής συγκρότησης, εάν και η κοσμική πλευρά διαφύλαττε ένα αισθητήριο για την εκφραστική δύναμη των θρησκευτικών γλωσσών». Οσο βαθύτερα γνωρίζεις οτιδήποτε, ακόμα κι αυτό που το αρνείσαι εκ προοιμίου, τόσο αποτελεσματικότερα μπορείς να οργανώσεις τον έλεγχό του, την αποκαθήλωσή του· να αντιμετωπίζεις το δόγμα με δόγμα και την αυθεντία με αυθεντία δεν είναι ο δοκιμότερος τρόπος. Γι’ αυτό ακριβώς έχουμε ανάγκη την επιστήμη, τη φυσική ιδιαίτερα επιστήμη, από τον καιρό ακόμα που λεγόταν «φυσιολογία». «Ουκ αν εδεόμεθα φυσιολογίας» (δεν θα χρειαζόμασταν τη φυσική επιστήμη) έλεγε ο Επίκουρος, αν δεν μας βασάνιζαν οι φόβοι από τα ουράνια φαινόμενα κι από τον θάνατο, αλλά και η άγνοια του ορίου των αλγηδόνων και των επιθυμιών.

e-mail και μοναξιά

International Herald Tribune
Eχω μια θεωρία. Οσο πιο πολλά e-mail έχουμε τόσο πιο πολλά αντικαταθλιπτικά θα καταναλώνουμε και όσο πιο πολλά αντικαταθλιπτικά κυκλοφορούν τόσο πιο πολλά e-mail θα ανταλλάσσονται. Ισως πρέπει να το εξηγήσω. Πριν από είκοσι χιλιετίες, η επικοινωνία ήταν απλή. Οι έναρθροι ήχοι συνοδεύονταν από μη λεκτικές εκφράσεις: τόνο της φωνής, μορφασμούς, ένα σκούντημα στα πλευρά του συναδέλφου κυνηγού–συλλέκτη για να δοθεί έμφαση στο επιχείρημα. Πριν από είκοσι χρόνια, η επικοινωνία εξακολουθούσε να είναι αρκετά απλή. Μεγάλο μέρος της γινόταν από τηλεφώνου – χωρίς σκουντήματα, βέβαια, αλλά ο τόνος της φωνής βοηθούσε να διακρίνεις, ας πούμε, την ειρωνεία από την πικρή απογοήτευση. Επιπλέον, όταν έκανες μια ερώτηση η απάντηση ερχόταν σε δευτερόλεπτα, και όχι σε λεπτά, ώρες ή ποτέ. Ας μην παρεξηγηθώ. Το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο είναι σπουδαίο. Εχει επεκτείνει αφάνταστα τους κοινωνικούς μου ορίζοντες. Πριν από είκοσι χρόνια σπανίως μιλούσα με πάνω από πέντε ανθρώπους κάθε μέρα. Τώρα συχνά στέλνω e-mail σε δεκάδες κάθε μέρα. Εχω τόσους φίλους! Εντάξει, δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Ομως, είναι αμοιβαίο. Οι πολλοί ηλεκτρονικοί «φίλοι» μου έχουν επίσης πολλούς «φίλους» κι εγώ είμαι απλώς ένας ανάμεσά τους. Γι’ αυτό δεν μπορούν να μου φερθούν σαν αληθινοί φίλοι – δηλαδή, να αναγνωρίσουν ουσιαστικά την ύπαρξή μου. Ανακύπτουν λοιπόν ερωτήματα. Εκείνος ο Τζο, που απάντησε κάποτε αμέσως στο e-mail μου αλλά έκτοτε έχει σιωπήσει, μήπως μου έχει θυμώσει; Ή μήπως το κοινωνικό μου κύρος, στα μάτια του, έχει φθαρεί και δεν αξίζει να μου διαθέσει χρόνο; Η κακή διάθεση που προκύπτει από τέτοιου είδους περιπέτειες μπορεί να χρειαστεί φαρμακευτική βοήθεια για να αντιμετωπιστεί. Η σεροτονίνη, ο νευροδιαβιβαστής τον οποίο ενισχύουν φάρμακα σαν το Πρόζακ, δημιουργήθηκε μέσω της φυσικής επιλογής για να μας βοηθά να χειριζόμαστε την κοινωνική ιεραρχία. Ο σεβασμός και άλλες μορφές θετικής ανταπόκρισης ανεβάζουν τη σεροτονίνη, ενισχύοντας την αυτοεκτίμησή μας. Η ασέβεια και η κριτική μπορούν να μειώσουν τη σεροτονίνη, αφήνοντάς μας ευάλωτους στην αμφιβολία. Η αμφιβολία για τον εαυτό μας είναι πολύτιμη αν στηρίζεται στην πραγματικότητα – αν, ας πούμε, ο Τζο είναι πράγματι θυμωμένος και η αμφιβολία σε οδηγήσει να κάνεις διορθωτικές κινήσεις. Το γυροσκόπιο της σεροτονίνης ήταν χρήσιμο στο περιβάλλον για το οποίο το σχεδίασε η φυσική επιλογή: το παλιό τοπίο της σαφούς και άμεσης επικοινωνίας. Το τοπίο του e-mail, όμως, είναι γεμάτο θορύβους και ασάφειες. Εξ ου και ο πειρασμός για το Πρόζακ: ανοίγεις το μπουκαλάκι με τα χάπια που τονώνουν την αυτοπεποίθησή σου και σερφάρεις στο ηλεκτρονικό σου ταχυδρομείο απαλλαγμένος από ανησυχίες, άγχη και άλλα εμπόδια στη μακαριότητά σου. Επιπλέον, ας σκεφτούμε την αποτελεσματικότητα! Αντι να στενοχωριέσαι για τον Τζο, στέλνεις μερικά ακόμα e-mail στον Τζιμ, στη Σάρα και στη Σου. Αλλωστε, η αποτελεσματικότητα δεν είναι το μεγάλο πλεονέκτημα του e-mail; Μας επιτρέπει να επικοινωνούμε με πλήθος ανθρώπους χωρίς να μπαίνουμε στον κόπο να τους γνωρίσουμε. Είναι παλιά ιστορία. Η τεχνολογική αλλαγή κάνει την κοινωνία πιο αποτελεσματική και λιγότερο προσωπική. Γνωρίζουμε πιο πολλούς ανθρώπους, πιο ρηχά. Βέβαια, υπάρχουν πολλά «αλλά» σ’ αυτή τη γενίκευση. Το Πρόζακ είναι ένα σοβαρό και χρήσιμο φάρμακο. Επίσης, όσο κι αν σερφάρουμε επιπόλαια στο Ιντερνετ, υπάρχει η δυνατότητα να βρούμε εκεί ευκαιρίες βαθύτερης επαφής. Αυτό όμως μας φέρνει σ’ ένα σημείο που πραγματικά θεωρώ πολύ σημαντικό. Ο λόγος που πάντα επιζητούσαμε βαθύτερη ανθρώπινη επαφή είναι επειδή την έχουμε ανάγκη. Μερικές δομές του νου μας είναι τόσο στέρεες που μας οδηγούν να μην υπακούμε τις επιταγές της αποτελεσματικότητας. Η τεχνολογική εξέλιξη προσαρμοζόταν πάντα στην ανθρώπινη φύση. Τώρα, όμως, έχουμε ήδη μπει στην εποχή της ψυχο–φαρμακολογίας και της γενετικής μηχανικής. Μπορούμε να αλλάξουμε την ανθρώπινη φύση, για να ταιριάζει με την τεχνολογική εξέλιξη. Αν η επιδέξια χρήση του e-mail κάνει τον καθένα από μας πιο επιτυχημένο, μπορούμε, ένας ένας, να «διορθώσουμε» τη δομή του εαυτού μας έως ότου γίνουμε άριστα ψηφιακά ζώα. Και το ίδιο να κάνουμε με το επόμενο άλμα της πληροφορικής: να προσαρμοστούμε, για να γίνουμε πιο «αποτελεσματικοί». Δεν ξέρω αν έχουμε ήδη περάσει σε αυτή τη φάση. Αν ναι, δεν μπορώ να πω ότι το απολαμβάνω. Και πάλι, όμως, δεν έχω δοκιμάσει Πρόζακ. Ακόμα.

Καθημερινή 13 - 05 - 07

Η σεξουαλικότητα, πηγή δυσφορίας

Μια συζήτηση με τον Ρεζινάλντ Μπλανσέ για την επικαιρότητα της ψυχανάλυσης και τις καινοτομίες του Λακάν
Συνέντευξη στον Ηλια Μαγκλινη
Ψυχανάλυση: δημοφιλής αλλά και παρεξηγημένη, μυθοποιημένη και την ίδια στιγμή δαιμονοποιημένη. Μια υπόθεση που γνωρίζει τα τελευταία χρόνια μιαν άνθηση, καθώς ο μέσος Ελληνας δείχνει να πέφτει πιο εύκολα στο ντιβάνι – με την ίδια ευκολία που διαβάζοντας Κοέλιο και Γιάλομ, νομίζει ότι έχει «κάνει την ψυχανάλυσή του». Οσο κι αν το ντιβάνι γίνεται πιο οικείο, η δυσπιστία παραμένει, ενώ εσχάτως, τα βέλη κατά της ψυχανάλυσης στάζουν δηλητήριο. Παράδειγμα, η «Μαύρη Βίβλος της Ψυχανάλυσης», που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τα Ελληνικά Γράμματα. Ενα ψυχαναλυτικό συνέδριο, λοιπόν, αποτελεί μια πρώτης τάξης αφορμή για μια μικρή… ανάλυση της ψυχανάλυσης. Συγκεκριμένα, η Νέα Λακανική Σχολή, η 5η Σχολή της Παγκόσμιας Ψυχαναλυτικής Εταιρείας (AMP), θα πραγματοποιήσει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 19 και 20 Μαΐου, το 5ο συνέδριό της με θέμα: «Η γέννηση της μεταβίβασης», με προσκεκλημένους ομιλητές από την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Αγγλία, το Ισραήλ, την Ελβετία και το Βέλγιο. Ο Ρεζινάλντ Μπλανσέ, ψυχαναλυτής, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας της Νέας Λακανικής Σχολής και διδάσκων στο Αθηναϊκό Παράρτημα Κλινικών Σπουδών (ΑΠΑΚΣ) του Ινστιτούτου του Φροϋδικού Πεδίου, μίλησε στην «Κ» για το παρόν της ψυχανάλυσης και τις καινοτομίες του Λακάν. — Κύριε Μπλανσέ, μιλήστε μας για το επικείμενο συνέδριο και για το κεντρικό θέμα του, τη μεταβίβαση. — Πρόκειται για ένα συνέδριο ανοιχτό στο κοινό, με εκπαιδευτικό ρόλο. Η μείζων αναφορά θα είναι η ψυχαναλυτική κλινική εμπειρία, ο μόνος μας δάσκαλος. Η μεταβίβαση αποτελεί θεμελιώδη έννοια της ψυχανάλυσης, ωστόσο πρόκειται για γενικό φαινόμενο: όταν μιλάμε σε κάποιον ανοίγουμε το πεδίο της μεταβίβασης. Η ειδοποιός διαφορά της ψυχανάλυσης έγκειται στο εξής: η μεταβίβαση αποτελεί εργαλείο της ψυχαναλυτικής θεραπείας και συνεπώς ο ψυχαναλυτής καλείται να τη χειριστεί με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Η ψυχανάλυση βασιζόμενη στη μεταβίβαση επιδιώκει παράλληλα και την επίλυσή της στο τέλος της θεραπείας. Η μεταβίβαση — Η ίδια η πράξη της μεταβίβασης πώς συμβαίνει σε αυτό το πλαίσιο; — Το σύμπτωμα, και μάλιστα η πίστη στο σύμπτωμα, είναι ο πυρήνας της μεταβίβασης. Αν δεν συναινεί κανείς σε αυτή την υπόθεση, ότι δηλαδή αυτό από το οποίο υποφέρει έχει μια προσωπική σημασία που χωρίς να την ξέρει εκ των προτέρων καλείται να τη διερευνήσει μιλώντας ελεύθερα, τότε η ανάλυση είναι ανέφικτη. Εν συνεχεία, η στροφή σε κάποιον που υποτίθεται ότι ξέρει να ερμηνεύει την ασυνείδητη σημασία του συμπτώματος αποτελεί το δεύτερο σκέλος της μεταβίβασης. Ο Λακάν συνοψίζει αυτές τις δυο πτυχές ορίζοντας ως κινητήρια δύναμη της μεταβίβασης «το υποκείμενο που υποτίθεται ως γνώση», εννοώντας έτσι το ασυνείδητο του αναλυομένου, καθώς και τον αναλυτή που ξέρει να το διαβάσει. — Πάντως, υπάρχει ακόμα η εσφαλμένη πεποίθηση, ότι εφόσον κάποιος κάνει ψυχανάλυση, πρέπει να είναι ψυχικά άρρωστος… — Το να κάνεις ανάλυση συνιστά πάντα μια ηθική απόφαση. Η καθημερινή μας εμπειρία δείχνει ότι όσο και να υποφέρει κάποιος, αυτό δεν αποτελεί ικανό λόγο για να αποταθεί σε έναν αναλυτή. Γιατί; Διότι υποφέρει από κάτι από το οποίο όμως αποκομίζει ταυτόχρονα μια ασυνείδητη ικανοποίηση, μια ικανοποίηση που εντούτοις αποβαίνει επώδυνη. Ο Φρόυντ μιλούσε για το «δευτερογενές όφελος» της αρρώστιας. Είναι γεγονός ότι ο κόσμος προτιμά να ζει με τα συμπτώματά του. Δεν είναι τυχαίο. Αναμφισβήτητα επικρατεί σήμερα η τάση, οι άνθρωποι να μην ψάχνουν τους λόγους για τους οποίους υποφέρουν. Μάλλον τους εντοπίζουν a priori στο σώμα, στο σώμα που αντιδιαστέλλεται στον λόγο. Το σώμα είναι ένα δεδομένο για το οποίο δεν ευθύνεσαι. Φταίει κάποιο όργανο, άρα είσαι απαλλαγμένος από κάθε ίχνος ευθύνης. Ανθρωπος και χρόνος — Ενα μειονέκτημα για πολλούς είναι η διάρκεια. Η ψυχανάλυση είναι χρονοβόρα διαδικασία και στη σημερινή εποχή οι ταχύτητες είναι ιλιγγιώδεις. Ο κόσμος δεν έχει υπομονή... — Ετσι είναι. Από τη φύση της, είναι γεγονός ότι η ψυχανάλυση πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα. Αυτό στις μέρες μας είναι ιδιαίτερα αισθητό στη σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο. Ο χρόνος όμως αποτελεί σύμπτωμα. Σύμπτωμα της δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό. Οι γρήγοροι ρυθμοί που διέπουν τη ζωή μας συχνά το μόνο που επιτρέπουν είναι να υλοποιούμε την υποχρέωση που μας επιβάλλεται για όσο γίνεται περισσότερη απόλαυση. Ο χρόνος της ανάλυσης είναι διαφορετικός. Αποκτά άλλη σημασία, διότι αποκτά άλλες διαστάσεις. Τον ρυθμίζει η επανάληψη, η επανάληψη του συμπτώματος που δεν υπακούει στις επιταγές της κοινωνίας. Παύει να μετράει πλέον η αξιολογημένη με τα κριτήρια της παραγωγής και της κατανάλωσης ταχύτητα και μετράει αυτό που είναι το πιο πολύτιμο για το υποκείμενο, η μεταλλαγή του. Από αυτή την άποψη, η εν δυνάμει σχετικά μακρά διάρκεια της ψυχαναλυτικής θεραπείας δεν μπορεί να συγκρίνεται με τη σύντομη διάρκεια άλλων θεραπειών. Είναι διαφορετικές εργασίες. — Πολλοί φοβούνται την ψυχανάλυση επειδή νομίζουν ότι αφορά σχεδόν αποκλειστικά τη σεξουαλική ζωή. Οι πιο διαβασμένοι ίσως να έχουν κατά νου την επιμονή του Φρόυντ σε ζητήματα σεξουαλικότητας... — Η σεξουαλικότητα αποτελεί πάντα σύμπτωμα. Φέρνει τον καθένα αντιμέτωπο με έναν τρόπο απόλαυσης που είναι, λίγο–πολύ, πηγή δυσφορίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει «σεξουαλικό ένστικτο» στον άνθρωπο. Υπάρχουν όμως «σεξουαλικές φαντασιώσεις» που ρυθμίζουν ασυνείδητα για τον καθένα τη σεξουαλική του ζωή. Και σε αυτό τον τομέα ο καθένας παραμένει ριζικά μόνος του. Η σεξουαλικότητα δεν ευνοεί την επικοινωνία. Ανδρες και γυναίκες δεν συνεννοούνται. Εντούτοις, υπάρχουν τρόποι της ερωτικής συνάντησης πιο ευτυχείς από άλλους. Ενα από τα πλέον σημαντικά αποτελέσματα κάθε αυθεντικής ανάλυσης είναι ότι καθιστά την αγάπη πιο «αξιοπρεπή», δηλαδή κάτι άλλο από το συνηθισμένο σικέ. Η μεταβίβαση αποτελεί μια καινούργια εμπειρία της αγάπης. Είναι μια αγάπη που μπορεί να αποποιείται τα προσωπεία. Η γλώσσα της αλήθειας — Κάποιος που θέλει να ξεκινήσει ανάλυση, καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε φροϋδικό ή λακανικό αναλυτή; — Ο ψυχαναλυτικές εταιρείες έχουν την υποχρέωση να αποσαφηνίζουν το θεωρητικό δόγμα τους και να επιβλέπουν το ψυχαναλυτικό πεδίο. Δεν είναι σπάνιο να αποκαλούνται «φροϋδικοί» εκείνοι που στην πραγματικότητα είναι «μεταφροϋδικοί», που έχουν δηλαδή, λίγο–πολύ, αποποιηθεί τη φροϋδική κληρονομιά. Και αποκαλούνται «λακανικοί» ορισμένοι που η εκπαίδευσή τους είναι, αν μη τη άλλο, αμφίβολη. Αρα η ευθύνη μας είναι να καταστήσουμε την ψυχανάλυση επιθυμητή μιλώντας τη γλώσσα της αλήθειας και της αυστηρότητας. — Πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά η «Μαύρη Βίβλος της Ψυχανάλυσης». Ποια είναι η δική σας απάντηση; — Αποτελεί στην ουσία μια επιχείρηση συκοφαντίας της ψυχανάλυσης. Τη νοθεύει πλήρως. Οχι μόνο τη θεωρεί αναποτελεσματική αλλά και βλαβερή. Ο Ζακ-Αλέν Μιλέρ «απάντησε» με το «Αντι-Μαύρη Βίβλος της ψυχανάλυσης», που, δυστυχώς, δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Κοιτάξτε, η αμφισβήτηση της ψυχανάλυσης είναι απολύτως θεμιτή. Συνιστά ένα είδος ελέγχου σε έναν κλάδο που δύσκολα ελέγχεται. Το λυπηρό είναι ότι η «Μαύρη Βίβλος» δεν έχει την απαιτούμενη επιστημονική βάση. Βρίθει από λάθη, ανακρίβειες και ανοησίες. Αποπνέει μίσος και παράνοια. Οι στόχοι του εγχειρήματος δεν πρέπει να μας διαφύγουν. Προωθεί εμμέσως πλην σαφώς συγκεκριμένες θεραπευτικές πρακτικές: εκείνες που στοχεύουν να δαμάσουν το ψυχικό σύμπτωμα και να το κάνουν να σωπάσει πάση θυσία. Με ποιο τίμημα όμως; Η εξουσία του αναλυτή... — Πολλοί επίσης φοβούνται την εξουσία του αναλυτή… — Ο αναλυόμενος εμπιστεύεται την υπόθεσή του στον αναλυτή. Αυτό οδηγεί στην αγάπη. Οταν εμπιστεύεσαι το είναι σου στα χέρια ενός άλλου τον αγαπάς. Η αγάπη, λοιπόν, είναι η άλλη πλευρά της μεταβίβασης. Βασίζεται στην εμπιστοσύνη που δείχνεις στον αναλυτή, στην επιθυμία του και τη γνώση του. Από τη μια, βοηθάει τη διαδικασία, που δεν γίνεται δίχως εμπιστοσύνη, από την άλλη όμως την εμποδίζει, διότι ο αναλυόμενος τείνει να αρκεστεί σε αυτήν την αγάπη που είναι πάντα πηγή ικανοποίησης, και δη ναρκισσιστικής. Αυτό ανακάλυψε ο Φρόυντ, ότι δηλαδή από τη σχέση που σχηματίζεται μεταξύ αναλυομένου και αναλυτή προκύπτουν αυτές οι δύο αντιφατικές για την ψυχαναλυτική διαδικασία επιπτώσεις. Επομένως, το πρόβλημα που τίθεται στον αναλυτή είναι πώς θα χρησιμοποιήσει αυτή την αγάπη ώστε να προχωρήσει η διαδικασία. Πώς μπορεί με αφετηρία την ικανοποίηση που δίνει η αγάπη να οδηγήσει τον αναλυόμενο στο να την υπερβεί; Ιδού το παράδοξο της ψυχαναλυτικής θεραπείας, ιδού και η πρόκλησή της. — Και πάλι, αυτή η αγάπη δεν δίνει εξουσία στον αναλυτή; — Είναι βέβαιο ότι η αγάπη δίνει μια εξουσία στον αναλυτή. Εξουσία πρώτον της καθοδήγησης της θεραπείας. Ομως, ταυτόχρονα, τον φέρνει σε μια θέση όπου η παρεκτροπή της εξουσίας του είναι δυνατή. Η ουσιαστική κατάχρηση εκ μέρους του αναλυτή είναι το να μην κάνει τη δουλειά του όπως πρέπει, να μην τηρεί τις υποχρεώσεις του απέναντι στη διαδικασία. Προκειμένου να προλάβει αυτόν τον κίνδυνο, ο Λακάν καινοτομεί λέγοντας ότι το σημαντικό είναι ο σχηματισμός μιας ειδικής επιθυμίας του αναλυτή ώστε ο ίδιος να είναι ικανός να εκπληρώσει το ρόλο του και να μην παρεκτραπεί. Από αυτή την άποψη, ο αναλυτής είναι πρωτίστως προϊόν της ανάλυσής του. Για τον Φρόυντ, αρκούσε ο αναλυτής να πιστεύει στο ασυνείδητο. Εχουμε απομακρυνθεί από αυτή τη θέση. Κι ο Λακάν είναι εξαιρετικά απαιτητικός. Υποστηρίζει ότι η ανάλυση του αναλυτή πρέπει να έχει ολοκληρωθεί. Και εδώ πρόκειται για μία ακόμη καινοτομία. Ο Λακάν αναπτύσσει μια θεωρία που ορίζει την περαιωμένη ανάλυση. Και επινοεί μια διαδικασία με την οποία αυτό επαληθεύεται.