To ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ δημοσιεύει σήμερα ένα υπέροχο άρθρο του Δημήτρη Πατέλη που έχει σχέση με το μεγάλο πρόβλημα της ανεργίας. Η ανεργία είναι μια από τις δεινότερες καταστάσεις, στις οποίες μπορεί να περιέλθει ο άνθρωπος αν δεν έχει άλλους πόρους διαβίωσης εκτός από την εργασία του. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα περίπλοκο κοινωνικό φαινόμενο, τα αίτια και οι συνέπειες του οποίου καθιστούν ανέφικτες, ανεπαρκείς και ελλιπείς τις μονοσήμαντες και περιορισμένες προσεγγίσεις του. Οι περισσότερες μελέτες για την ανεργία συνήθως αυτοπεριορίζονται σε ένα μινιμαλιστικά συρρικνωμένο πλαίσιο και επικεντρώνονται οι ήσσονος κλίμακας τεχνικές εμπειρικών επισημάνσεων. Η επιστημονική διερεύνηση του ζητήματος της ανεργίας οφείλει να εντάσσεται οργανικά σ’ ένα ευρύτερο διεπιστημονικό πλαίσιο, ικανό να ξεπερνά τον εμπειρισμό και τις φαινομενολογικές προσεγγίσεις του συρμού και να τεκμηριώνει στο επίπεδο της πολιτικής οικονομίας και της κοινωνικο-φιλοσοφικής θεώρησης τις προοπτικές της ένταξης του αγώνα εργαζομένων και ανέργων στην επαναστατική στρατηγική.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ - ΑΝΕΡΓΙΑ
ΧΕΙΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΧΕΡΑΦΕΤΗΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ
Σύμφωνα με τον απόλυτο, γενικό νόμο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης «μια διαρκώς αυξανόμενη μάζα μέσων παραγωγής μπορεί χάρη στην πρόοδο της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας να τίθεται σε κίνηση από μια προοδευτικά φθίνουσα δαπάνη ανθρώπινης δύναμης».[1] Ως συνέπεια αυτού του νόμου ο εφεδρικός στρατός εργασίας, αυτός ο εργατικός «υπερπληθυσμός συσσώρευσης, αλλά και όρος ύπαρξης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής[2], στα πλαίσια μιας αυτοαναπαραγόμενης διαδικασίας, τα αποτελέσματα της οποίας γίνονται στη συνέχεια αίτια, ενώ οι εναλλασσόμενες φάσεις της αποκτούν περιοδική μορφή.[3] Ο αυθόρμητος καταμερισμός εργασίας προκαλεί επίσης την δομική ανεργία, η οποία διασφαλίζει την απελευθέρωση της εργασίας για την αναδιανομή της μεταξύ των σφαιρών και των κλάδων της παραγωγής.
Η ανεργία είναι οργανική έκφραση των χαρακτηριστικών για την κεφαλαιοκρατία τρόπων διευθέτησης των αντιφάσεων που ενυπάρχουν στην ανάπτυξη των ίδιων των παραγωγικών δυνάμεων. Η εξοικονόμηση εργασίας μετατρέπεται για πολλούς ικανούς προς εργασία ανθρώπους σε «απαλλαγή» από την εργασία, η αντιστοιχία επιτυγχάνεται προσωρινά με τις κυκλικές κρίσεις, ενώ ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας αναπτύσσεται με τον μηχανισμό της δομικής ανεργίας.
Η επιστημονική και τεχνική πρόοδος παρέχει στο κεφάλαιο διαρκώς αυξανόμενες δυνατότητες διεύρυνσης στα πλαίσια της ήδη συσσωρευμένης αξίας, είτε ακόμα και με απόλυτη μείωση της τελευταίας. Η συνένωση της αποσπασμένης από την άμεση εργασία επιστήμης με το κεφάλαιο επιτρέπει στο τελευταίο να «ιδιοποιείται δωρεάν» τα αποτελέσματα της κοινωνικής προόδου[4]. Το κεφάλαιο αποκτά τη δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης, χωρίς να αυξάνει, αλλά αντίθετα μειώνοντας τις δαπάνες για ζωντανή εργασία, «απωθώντας» όλο και περισσότερο τον ίδιο τον άνθρωπο από την παραγωγή, παίρνοντας την μορφή όλο και πιο τελειοποιημένων, αυτοματοποιημένων μέσων παραγωγής, για την λειτουργία των οποίων όλο και λιγότερο αναγκαία γίνεται η άμεση συμμετοχή του ανθρώπου. Όπως είναι φυσικό η πλήρης απασχόληση δεν ταυτίζεται με τα κριτήρια εκείνα της οικονομικής «ανάπτυξης» που αντικειμενικά υπαγορεύει η υπό τις εκάστοτε συνθήκες μέγιστη δυνατή κερδοφορία.
Μέσα απ’ αυτές τις αντιφάσεις διαφαίνονται ήδη σαφώς οι τάσεις προς μια διαδικασία κατά την οποία «η άμεση εργασία και η ποσότητα της εξαφανίζονται ως καθοριστική αρχή της παραγωγής, της δημιουργίας χρηστικών αξιών, από ποσοτικής πλευράς η άμεση εργασία ανάγεται σε λιγότερο σημαντικό μερίδιο, ποιοτικά μετατρέπεται σε κάποια αναγκαία μεν πλην όμως δευτερεύουσας σημασίας στιγμή σε σχέση με την καθολική επιστημονική εργασία, σε σχέση με την τεχνολογική χρησιμοποίηση της φυσιογνωσίας».[5] Γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο προφανής η ανεπάρκεια της κατ’ εξοχήν στατικής και ποσοτικής αντιμετώπισης των προβλημάτων που αφορούν τις σύγχρονες τάσεις στον καταμερισμό της κοινωνικής εργασίας και του κοινωνικού χρόνου. Αυτή η στατική αντιμετώπιση οδηγεί π.χ. στην αναγωγή του προβλήματος της ανεργίας και των επιπτώσεών της σε κάποια περιθωριακά ποσοστά του εργατικού δυναμικού, του πληθυσμού κλπ.
Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών και η συνακόλουθη σταδιακή απομάκρυνση της εργασίας από την άμεση διαδικασία της παραγωγής δημιουργούν βαθμιαία την δυνατότητα μετατροπής του ελεύθερου χρόνου σε μέτρο και κριτήριο του κοινωνικού πλούτου, ενός πλούτου που θα υποσκελίσει αυτόν που εκπροσωπεί σήμερα η συσσώρευση ανταλλάξιμων αγαθών (εμπορευμάτων) και του καθολικού ισοδύναμού τους (χρήματος). Ωστόσο το μέτρο του πλούτου της κοινωνίας δεν είναι οποιοσδήποτε ελεύθερος χρόνος, αλλά εκείνος ο οποίος ανακύπτει από την εξάλειψη των αυστηρά οριοθετημένων πλαισίων εργασίας και ελεύθερου χρόνου, από την βαθμιαία υπέρβαση της εργασίας ως μέσου και την αντικατάστασή της από την εργασία ως αυτοσκοπό, ως τρόπο ανάπτυξης του συνόλου των δημιουργικών ικανοτήτων του ανθρώπου μέσω της καθολικής δημιουργικότητας. Συνεπώς πρόκειται για τον χρόνο που συνιστά το πεδίο της διαμόρφωσης ολόπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων.
Όμως η δυνατότητα αυτή είναι αδύνατο να καταστεί ενεργός πραγματικότητα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού και κοινωνικού σχηματισμού. Αποτελεί τάση προς την οποία κινείται ασυμπτωτικά το κεφάλαιο ως οικονομική και κοινωνική σχέση με την αλλαγή της οργανικής του σύνθεσης και τις αντιφατικές επιπτώσεις της (πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους κ.λ.π.)
Η δυνατότητα αυτή είναι κατ’ αρχήν απραγματοποίητη (σε πλήρη βαθμό) στην κεφαλαιοκρατία εφ’ όσον οι σχέσεις παραγωγής που την χαρακτηρίζουν αναπτύσσουν μόνο κατά συμβατό προς τον εαυτό τους τρόπο και σε ορισμένο βαθμό όλα τα συστατικά στοιχεία της εργασιακής - παραγωγικής διαδικασίας (τα μέσα της εργασίας, το αντικείμενο της εργασίας, τον τρόπο της εργασίας και κυρίως το υποκείμενο της εργασίας, τον άνθρωπο). Γι’ αυτό είναι τουλάχιστον αφελή μυθεύματα οι απόψεις που φέρουν την κεφαλαιοκρατία ως συνώνυμο της τεχνολογικής προόδου, αλλά και κάθε προόδου. Η τεχνολογική πρόοδος προωθείται απ’ το κεφάλαιο μόνο στο βαθμό (και με τις μορφές εκείνες) που συνδέεται με την κερδοφορία. Αρκεί εδώ να σταθούμε στο αποτέλεσμα και στον τρόπο της εργασίας. Όσον αφορά το πρώτο, η κεφαλαιοκρατία είναι ανίκανη να διασφαλίσει όχι μόνο το βέλτιστο (optimum), αλλά ούτε καν το ελάχιστο (minimum) των βιοτικών αναγκών των ανθρώπων (όχι μόνο στις λιμοκτονούσες χώρες, αλλά και στις πλέον ανεπτυγμένες, με το μοντέλο που ο θεωρητικός της δυτικογερμανικής σοσιαλδημοκρατίας Π. Γκλότς αποκάλεσε «κοινωνία των δύο τρίτων»). Αναφορικά με τον δεύτερο, όσο κι αν γινόμαστε μάρτυρες θεαματικών βημάτων στον τομέα της επαναστατικοποίησης της παραγωγής με νέες τεχνολογίες, επί κεφαλαιοκρατίας δεσπόζει και κυριαρχεί η επαναλαμβανόμενη εργασία.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι δυνατότητες μετατροπής του ελεύθερου χρόνου της κοινωνίας, ως πεδίου ολόπλευρης ανάπτυξης των προσωπικοτήτων που την απαρτίζουν, σε μέτρο του πλούτου της εκδηλώνονται θετικά μόνο ως ψήγματα και περιορισμένου, μονόπλευρα τροποποιημένου χαρακτήρα προανακρούσματα του μέλλοντος. Ιδιαίτερα έκδηλη είναι η αρνητική μορφή εμφάνισης αυτών των δυνατοτήτων κυρίως ως αναγκαστικός «ελεύθερος χρόνος».Απ’ αυτή την άποψη η ανεργία συνιστά μιαν απ’ τις πρώτες και γι’ αυτό κατ’ εξοχήν αρνητική, αποφατική και καταστροφική μορφή εκδήλωσης των δυνατοτήτων απελευθέρωσης της ανθρωπότητας από την άμεση διαδικασία της παραγωγής. Η αντικειμενική αυτή δυνατότητα δεν εκδηλώνεται εδώ ως δυνατότητα για ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας, αλλά ως παροπλισμός, φθορά, υπονόμευση και άμεση καταστροφή της βιολογικής, κοινωνικής και ψυχικής υπόστασης μεγάλου μέρους και έμμεσα - του συνόλου της εργατικής τάξης.
Η ανεργία είναι μια άμεση μορφή εκδήλωσης της στρεβλής και ανορθολογικής χρήσης του κοινωνικού πλούτου, (συμπεριλαμβανομένου και του κοινωνικού χρόνου), που αποτελεί ταυτόχρονα μορφή διευθέτησης των αντιφάσεων της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας μέσω του κατακερματισμού και της χειραγώγησης της εργατικής τάξης (βλέπε μείωση της «διαπραγματευσιμότητας» και της αγωνιστικότητας), αλλά και έναν από τους τρόπους «ρύθμισης» ανισορροπιών μεταξύ εργασιοβόρων και αυτοματοποιημένων παραγωγικών διαδικασιών, μεταξύ του τομέα έντασης εργασίας και του τομέα έντασης κεφαλαίου σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Από αυτήν την άποψη η ανεργία αποτελεί οργανικό συστατικό στοιχείο της αντιφατικότητας και της ανισομέρειας της ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας. Η αύξηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού μέσω της εισαγωγής τεχνολογικών νεωτερισμών στην παραγωγή ορισμένων τομέων, οι οποίοι εντοπίζονται κατ’ εξοχήν στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες, μεταβάλλει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, περιορίζοντας τις δυνατότητες άντλησης υπεραξίας στους εν λόγω τομείς. Οι τομείς. Οι τομείς αυτοί των προωθημένων τεχνολογιών και του υψηλού βαθμού αυτοματοποίησης αποτελούν μόνο το εμφανές μέρος του παγόβουνου του σύγχρονου παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Ως ευρεία βάση αυτών των τομέων λειτουργούν οι τομείς εκείνοι της παραγωγής που χαρακτηρίζονται από σχετικά στάσιμη παραγωγικότητα, οργανωτικές δομές και από ένταση εργασίας. « Η Μόνη διέξοδος ... είναι να υπάρξει μεταφορά υπερεργασίας από τον τομέα εντάσεως εργασίας προς τον τομέα εντάσεως κεφαλαίου, να υπάρξει δηλαδή υπερεκμετάλλευση της εργασίας στον παραδοσιακό τομέα της οικονομίας»[6]. Εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο αυτού του μηχανισμού μεταφοράς υπεραξίας και υπερεκμετάλλευσης, μαζί με το διεθνές νομισματικό και πιστωτικό σύστημα είναι και η ανεργία, η οποία δεν αποτελεί απλώς - όπως σπεύδουν συχνά να την παρουσιάσουν όσοι επιδιώκουν την συγκάλυψη του ταξικού της χαρακτήρα - επίπτωση της τεχνολογικής προόδου, αλλά και πρόσφορο «εργαλείο» για την «απορύθμιση» και την «ευελιξία» των εργασιακών σχέσεων.[7] Είναι ταυτόχρονα εκδήλωση του γεγονότος ότι οι υφιστάμενες κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής ανακόπτουν την ανάπτυξη, υπονομεύουν και καταστρέφουν τις δυνάμεις παραγωγής και κυρίως το υποκείμενο της παραγωγής, τον άνθρωπο.
Σήμερα παρατηρούμε σε παγκόσμια κλίμακα μια τάση κατάργησης παραδοσιακών κεκτημένων του εργατικού κινήματος, η οποία χαρακτηρίζεται συχνά ως «απορύθμιση» της αγοράς εργασιακής δύναμης. Τάση αυτή που προωθείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση (με το γνωστό πακέτο της «Λευκής Βίβλου» κλπ.), είναι ουσιαστικά μιαν απόπειρα επαναπροσδιορισμού και ρύθμισης της παγκόσμιας αγοράς εργασιακής δύναμης με τους όρους που θέτουν οι πολυεθνικές εταιρίες - μονοπώλια σε μια διεθνή συγκυρία άκρως δυσμενή για την εργατική τάξη, με ολοένα και πιο πιεστική την απειλή του φάσματος της ανεργίας.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ανεργία είναι μια από τις δυνάμει ή ενεργεία καταστάσεις των εργαζομένων και συνεπώς δεν αφορά αποκλειστικά τον άμεσο (στενό η ευρύ κατά περιόδους) κύκλο των εκάστοτε ανέργων. Πρέπει να θεωρείται πλέον πρακτικά και θεωρητικά αποδεδειγμένο ότι η ανεργία και οι επιπτώσεις της δεν είναι περιθωριακό φαινόμενο που θίγει αποκλειστικά τους ανέργους είτε τους αμέσως απειλούμενους με απόλυση. Η ανεργία είναι ένα οργανικό συστατικό στοιχείο της λειτουργίας της παραγωγής και της αναπαραγωγής του όλου πλέγματος των υφιστάμενων οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Η γενικευμένη επίδραση του φαινομένου της ανεργίας στο σύνολο των εργαζομένων είναι απόρροια του γεγονότος ότι η ίδια η ανεργία ως χαρακτηριστικό και παράγωγο της συγκεκριμένης ιστορικά (κεφαλαιοκρατικής) σχέσης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοσίας επενεργεί με την σειρά της σε αυτή τη σχέση προσδίδοντάς της νέα χαρακτηριστικά.
Ακόμα και τα διαθέσιμα εμπειρικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι η ανεργία με όλες τις εκφάνσεις της (μερική απασχόληση, υποαπασχόληση, εταιροαπασχόληση κλπ.) θίγει άμεσα την πλειονότητα των εργαζομένων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η άμεση, η διαμεσολαβημένη (ιδεολογική, ψυχολογική κλπ.) επίδραση που ασκεί στο σύνολο των μισθωτών. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι το 48% των απασχολούμενων στον τομέα παροχής υπηρεσιών στην περιοχή της πρωτεύουσας και το 19% στο σύνολο της χώρας εργάζονται και σε μια δεύτερη απασχόληση.[8] Ο συνολικός αριθμός των ελλήνων ανέργων από 349.800 που ήταν το 1992 έφτασε στους 446.379 (ποσοστό αύξησης 27,6%).[9] Οι πλέον ευπαθείς ομάδες είναι νέοι από 20 έως 24 ετών, καθώς επίσης και τα άτομα ηλικίας από 30 έως 44 ετών, ενώ οι γυναίκες αποτελούν το 62,5 % των ανέργων. Από τον συνολικό αριθμό των ανέργων 260.οοο (58,2%) είναι άνεργοι μακράς διαρκείας (άνεργοι για διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών).[10]
Πάνω από το 50% των ανέργων διαθέτουν δευτεροβάθμια εκπαίδευση, 25% - πρωτοβάθμια (δημοτικού), ενώ πάνω από το 20% είναι οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.[11] Η Ελλάδα κατέχει την Πέμπτη παγκόσμια θέση στην ανεργία των νέων (28%). Οι πρόσκαιρα απασχολούμενοι είναι περίπου 345.000 και οι απασχολούμενοι στο φασόν ξεπερνούν τις 300.000. Οι μερικώς απασχολούμενοι προσεγγίζουν το 5%.[12] Τα στοιχεία αυτά δεν καλύπτουν την συγκαλυμμένη ανεργία π.χ. όσων εργάζονται στον αγροτικό τομέα, των εργαζομένων με «ελαστικές μορφές απασχόλησης», των ανασφάλιστων και των υποαπασχολούμενων.
Η γεωγραφική κατανομή της ανεργίας είναι αρκετά ενδεικτική από την άποψη της αναδιάρθρωσης του παγκόσμιου και «ελληνικού» κεφαλαίου, από την άποψη του μηχανισμού μεταφοράς υπεραξίας που προαναφέραμε, ο οποίος προϋποθέτει και τη μεταφορά εργασιοβόρων τομέων της παραγωγής σε χώρες φθηνού «κόστους εργασίας».
Έτσι είναι χαρακτηριστική η αυξημένη ανεργία στα μεγάλα αστικά κέντρα (το 43,7% των ανέργων της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται στον νομό Αττικής),[13] και στη Βόρειο Ελλάδα, λόγω της μετακίνησης επιχειρήσεων στις γειτονικές χώρες (ιδιαίτερα στους κλάδους της κλωστοϋφαντουργίας, της ένδυσης και της υπόδησης).[14] Τα φαινόμενα αυτά συνδέονται με την έκδηλη τάση «αποβιομηχάνισης». Η τελευταία στο βαθμό που δεν εντάσσεται στην σφαιρική εξέταση των διαρθρωτικών αλλαγών της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας οδηγεί σε αφελή συμπεράσματα το εργατικό κίνημα και την αριστερά (βλ. π.χ. τα συνθήματα περί της ανάπτυξης της «εθνικής οικονομίας» προς όφελος του λαού και του τόπου...).
Οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ είναι αρκετά ευοίωνες για το κεφάλαιο (500.000 περίπου άνεργοι στην Ελλάδα το 1998). Σημαντική θα είναι επίσης και η μείωση του ρυθμού αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα: από 12% το 96, 6,8 το 1997 και 5,9% το 1998. Το κόστος εργασίας στο διάστημα 1990 - 1996 μειώθηκε ουσιαστικά κατά 11% (όταν στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η μείωση ανέρχεται στο 4%) και βρίσκεται σήμερα στα επίπεδα του 1976![15]...Βλέπουμε λοιπόν την σαθρότητα του μυθεύματος περί δήθεν «υψηλού κόστους εργασίας» που ευθύνεται για την ανεργία. Η αλματώδης κερδοφορία των πλέον επιθετικών τμημάτων του κεφαλαίου συνδέεται οργανικά με την αύξηση της ανεργίας και την συνολική απαξίωση της εργασιακής δύναμης.[16]
ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ.
Η διεύρυνση των κοινωνικών και ψυχολογικών επιδράσεων της ανεργίας δεν μπορεί να περιορίζεται στην εμπειρική επισήμανση επιμέρους «συμπτωμάτων» των ανέργων ως πληθυσμιακής κατηγορίας. Μια τέτοια έρευνα για να έχει την απαραίτητη τεκμηρίωση, εγκυρότητα, πληρότητα και επάρκεια, πρέπει να διευρύνει το αντικείμενό της και τους τρόπους προσέγγισής του. Οφείλει να είναι ενταγμένη σ’ ένα ευρύ στρατηγικό ερευνητικό πρόγραμμα διεπιστημονικής διερεύνησης της δυναμικής (των τάσεων των συσχετισμών κλπ.) της κοινωνικής και ταξικής διάρθρωσης της ελληνικής κοινωνίας και της θέσης της εργατικής τάξης σε αυτήν. Η έρευνα αυτή πρέπει να περιλαμβάνει την εξέταση της σημερινής κατάστασης και διαχρονικής εξέλιξης των κατηγοριών του πληθυσμού ως προς την θέση τους στο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, ως προς τον ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, ως προς τον τρόπο προσπορισμού και το μέγεθος του μεριδίου του κοινωνικού πλούτου που μπορούν να ιδιοποιούνται.[17] Θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει την διερεύνηση του βιοτικού επιπέδου, του τρόπου ζωής, αλλά και των κοινωνικο - ψυχολογικών και ιδεολογικών χαρακτηριστικών (στάση ζωής, στοχοθεσίες, συμπεριφορές, επίπεδα και κατευθύνσεις συλλογικότητας κλπ.) των πληθυσμιακών κατηγοριών.
Η εμπειρική έρευνα θα πρέπει να αφορά ευρείας κλίμακας, δείγμα και να περιλαμβάνει συνεντεύξεις με ανοικτό, εκτεταμένο και λεπτομερές ερωτηματολόγιο που θα αφορά το χαρακτήρα, τον καταμερισμό και τις συνθήκες εργασίας (υγιεινής ασφάλειας κλπ.) τον εργάσιμο χρόνο, την εργασιακή χρόνο, την εργασιακή πειθαρχία, τον χρόνο μετακινήσεων, τις εργασιακές σχέσεις, τις αποδοχές, το βιοτικό επίπεδο, τις τεχνολογικές αλλαγές, την σχέση προς τα συνδικάτα, την εργοδοσία, το επίσημο κράτος κλπ.[18]
Με δεδομένη την διεθνοποίηση των οικονομικών και κοινωνικών διαδικασιών η έρευνα αυτή θα πρέπει με την σειρά της να επεκτείνεται στο ευρωπαϊκό και στο παγκόσμιο επίπεδο. Η επέκταση αυτή δεν υπαγορεύεται μόνο από την εσωτερική λογική της έρευνας, αλλά και από τις πρακτικές ανάγκες του εργατικού κινήματος όπως αυτές διαμορφώνονται από τις νέες τάσεις της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας αγοράς εργασίας. Η γεωγραφική ευλυγισία και ευκινησία του πολυεθνικού κεφαλαίου και των διεθνών νομισματικών και πιστωτικών οργανώσεων (Δ.Ν.Τ, ΟΟΣΑ, Π.Τ. κλπ.) του παρέχει την δυνατότητα παράκαμψης της αντίστασης των σε εθνικό επίπεδο συγκροτημένων εργατικών οργανώσεων, θεσμικών - νομοθετικών κλπ. εμποδίων μέσω της κατεύθυνσης των νέων πιστώσεων και επενδύσεων, μέσω της μεταφοράς της παραγωγής σε άλλες χώρες κλπ.[19] Κατά συνέπεια αυτός ο διεθνής προσανατολισμός της έρευνας καθίσταται αναγκαίος για την τεκμηρίωση του ζωτικής σημασίας για το σύγχρονο εργατικό κίνημα διεθνούς συντονισμού της δράσης του. Μόνο ένα διεθνώς συγκροτημένο εργατικό κίνημα με επιστημονική τεκμηρίωση της στρατηγικής και τακτικής του θα είναι ικανό να αντιπαρατεθεί στον διεθνή συντονισμό του κεφαλαίου και στην ογκούμενη με την οικονομική μετανάστευση βαρβαρότητα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Η μελέτη της ανεργίας και των επιπτώσεών της απασχολεί από καιρό τους κοινωνικούς επιστήμονες. Μεγάλο μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας αφορά τις κοινωνικές παραμέτρους του φαινομένου, όπως αυτές εκδηλώνονται στους ανέργους ως πληθυσμιακή κατηγορία και στον άμεσο περίγυρό τους. Η ίδια η λογική της εμπειρικής ανάδειξης και καταμέτρησης κοινωνικο - ψυχολογικών παραμέτρων της ανεργίας στην άμεσα θιγόμενη κατηγορία του πληθυσμού υπαγορεύει την διερεύνηση αντίστοιχων (θετικών, αρνητικών κ.λ.π.) παραμέτρων στον εργαζόμενο πληθυσμό, με στόχο την συγκριτική ανάλυση των δεδομένων και την συναγωγή κάποιων συνθετικών πορισμάτων αναφορικά με τις έννοιες της «νόρμας» και της «παρέκκλισης».
Εκτεταμένες έρευνες δείχνουν ότι περίπου το 32% των ερωτηθέντων θα εξακολουθούσαν να εργάζονται στην ίδια θέση τους αν δεν υπήρχε οικονομική ανάγκη, ενώ το 65% των εκδηλώσεων την επιθυμία τους κατ’ αρχήν να μην εγκαταλείψουν την δουλειά τους. Την στάση τους αυτή δικαιολογούσαν οι ερωτηθέντες συνήθως με τις απαντήσεις «Για να απαλλαγώ απ’ την πλήξη», «Δεν θα αισθανόμουν καλά αν δεν εργαζόμουν», «Θα τρελαινόμουν χωρίς δουλειά». Μόνο το 12% θα συνέχιζαν να εργάζονται διότι τους ικανοποιεί η δουλειά τους, είτε γενικά τους αρέσει να εργάζονται.[20] Παρατηρείται μάλιστα μια γενική τάση αύξησης του ποσοστού των μη ικανοποιημένων από την εργασία τους.
Έρευνα στις ΗΠΑ, (αρχές της δεκαετίας του 1980) έδειξε ότι το 75% των ερωτηθέντων δεν θα ήθελαν να απασχολούνται σε καλά αμοιβόμενη, αλλά μη ενδιαφέρουσα εργασία. Το 78 % θα αρνούνταν να εγκαταλείψουν δουλειά που τους αρέσει για άλλη υψηλότερα αμοιβόμενη και το 56% δήλωσαν την αντίθεσή τους στην πάγια πεποίθηση των γονέων τους κατά την οποία «ο οικογενειάρχης πρέπει να επιλέγει εργασία που αμοίβεται καλλίτερα και όχι εκείνη που τον ικανοποιεί περισσότερο, αλλά αμοίβεται χειρότερα».[21]
Προθυμία να μεταβούν σε πιο ενδιαφέρουσα εργασία με χαμηλότερη αμοιβή δήλωσαν το 1978 το 1\3 των ερωτηθέντων γάλλων εργατών και περίπου τα 2\3 των εργαζομένων με μέσο μορφωτικό επίπεδο. Το 1980 σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες κατηγορίες εργαζομένων της ΟΔΓ η πλειονότητα (ποσοστά από 63 μέχρι 70%) απάντησαν αρνητικά στο ερώτημα: « Θα ήταν η ζωή πιο ενδιαφέρουσα αν δεν ήταν ανάγκη να δουλεύετε;»
Στα πλαίσια της έρευνας Guality of Amerikan Life (1976) εξακριβώθηκε ότι η ικανοποίηση από την εργασία συμβάλλει στατιστικά χαμηλότερα στον δείκτη γενικής ικανοποίησης απ’ ότι η ικανοποίηση από τον γάμο και την οικογένεια.[22] Άλλη έρευνα έδειξε ότι ενώ η σημαντικότερη πηγή ευτυχίας είναι η ευτυχία στην οικογενειακή ζωή, η σημαντικότερη πηγή δυστυχίας είναι το ανικανοποίητο από την εργασία.
Στην διαθέσιμη βιβλιογραφία υπάρχει πληθώρα κλιμάκων ικανοποίησης από την εργασία, από διάφορες απόψεις. Κοινωνιολογικές έρευνες αποδεικνύουν και εμπειρικά ότι η άμεση εργασιακή διαδικασία βιώνεται συχνότερα από άλλους τομείς δραστηριοτήτων ως πηγή αισθημάτων αδυναμίας, απουσίας νοήματος και αποξένωσης. Το ανεκπλήρωτο των στόχων, η κατάπνιξη της ανάγκης για ενδιαφέρουσα εργασία ως πεδίο εκδήλωσης δημιουργικότητας και ανεξαρτησίας, επιδρά αρνητικά τόσο στην στάση προς εργασία, όσο και στην ψυχική διάθεση και στον αυτοσεβασμό, στην αυτοκαταξίωση των εργαζομένων.
Μακροχρόνιες έρευνες ομάδας επιστημόνων υπό τον M. L. Kohn ανέδειξαν ενδιαφέροντα στοιχεία αναφορικά με την δυναμική διαχρονικής εξέλιξης των αξιολογικών προσανατολισμών και σημαντικών ψυχικών λειτουργιών της προσωπικότητας. Το δείγμα της αρχικής έρευνας (1964) περιελάμβανε 3100 αμερικανούς εργαζόμενους σε διάφορους τομείς (ανώτερο διοικητικό - διευθυντικό προσωπικό, μεσαίους επιχειρηματίες, λογιστές, τεχνικούς, ειδικευμένους, ημιειδικευμένους και ανειδίκευτους εργάτες). Η επαναληπτική φάση της έρευνας (1974) συμπεριέλαβε 687 άτομα του αρχικού δείγματος και 269 εργαζόμενες συζύγους τους. Το ζητούμενο ήταν η ανίχνευση του βαθμού και του τρόπου επίδρασης της κοινωνικο - ταξικής ένταξης και των συγκεκριμένων εργασιακών συνθηκών στους αξιολογικούς προσανατολισμούς και σε ψυχικές λειτουργίες της προσωπικότητας. Πραγματοποιήθηκε λοιπόν μια στατιστική αντιπαραβολή της κοινωνικής κατάστασης του ατόμου, του μορφωτικού του επιπέδου, της θέσης του στην ιεραρχική δομή της επιχείρησης, του χαρακτήρα της εργασίας που εκτελεί (ο βαθμός δυσκολίας του περιεχομένου της, η αυτοτέλεια, η υπευθυνότητα, ο χαρακτήρας της εξωτερικής εποπτείας, δηλαδή το αν η επιστασία προϊσταμένων είναι διαρκής, είτε αν ελέγχονται μόνο τα αποτελέσματα της εργασίας, ο βαθμός ανίας που χαρακτηρίζει ορισμένες παραγωγικές ενέργειες κ.λ.π.) και άλλων αντικειμενικών παραγόντων με τους αξιολογικούς προσανατολισμούς (στοχοθεσίες, στάση ζωής κλπ.) των ερωτούμενων, με την ευελιξία των νοητικών διαδικασιών, με τον αυτοσεβασμό, την συναισθηματική κατάσταση κλπ.
Το δεκαετές χρονικό διάστημα μεταξύ αρχικής και επαναληπτικής έρευνας παρείχε σημαντικές δυνατότητες επισήμανσης των αλλαγών στη θέση, στους προσανατολισμούς και στον ψυχισμό των εργαζομένων, αποκαλύπτοντας την ύπαρξη όχι μόνο στατιστικά σημαντικών σχέσεων μεταξύ εξαρτημένων και ανεξάρτητων μεταβλητών, αλλά και αιτιώδους συνάφειας.
Αποδείχθηκε λοιπόν η ύπαρξη ενός σαφούς στενού δεσμού μεταξύ του χαρακτήρα της εργασίας αφ’ ενός και αξιολογικών προσανατολισμών, ψυχικών διαδικασιών και αυτοσυνείδησης της προσωπικότητας. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι εκτιμούν την αυτοτέλεια, την δυνατότητα λήψης υπεύθυνων αποφάσεων εκδηλώνεται μεταξύ άλλων και στις σχέσεις τους με την κοινωνία, με τον εαυτό τους και με την οικογένειά τους. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και οι συγκεκριμένες συνθήκες εργασίας: μια πιο περίπλοκη και αυτοτελής εργασία ευνοεί την ανάπτυξη μιας πιο ευέλικτης νόησης και μιας αυτοτελούς σχέσης προς την κοινωνία και προς τον εαυτό του εργαζόμενου. Τουναντίον η μονότονη εργασία που περιορίζει την αυτοτέλεια καθιστά την νόηση του ανθρώπου πιο στερεότυπη ευνοώντας την διαμόρφωση μιας συμβιβαστικής - κομφορμιστικής σχέσης προς τον εαυτό του και την κοινωνία. Ο άνθρωπος, η εργασιακή δραστηριότητα του οποίου χαρακτηρίζεται από αυτονομία και είναι απαλλαγμένη από λεπτομερή εξωτερική εποπτεία, προσλαμβάνει και συνειδητοποιεί καλλίτερα το εσωτερικό νόημα και την ανθρώπινη αξία της εργασίας τους. Αντίθετα ο εξωτερικός σχολαστικός έλεγχος προκαλεί στον εργαζόμενο την αίσθηση της δικής του αδυναμίας - ανεπάρκειας, η οποία συχνά προβάλλεται σ’ ολόκληρο τον κόσμο, φτάνοντας μερικές φορές και σε νευρο - ψυχικές διαταραχές. [23]
Οι παράγοντες αυτοί αντανακλώνται και στην ψυχολογία της προσωπικότητας. Όσο λιγότερες δυνατότητες παρέχει η εργασία στον άνθρωπο για εκδήλωση πρωτοβουλίας, τόσο περισσότερο επιρρεπής γίνεται αυτός προς σχέσεις υποταγής στο επιβεβλημένο κύρος και την αυθεντία και στους υπόλοιπους τομείς της ζωής του, θεωρώντας τον περιβάλλοντα κόσμο αλλότριο, εχθρικό και απειλητικό, γεγονός που αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης συναισθηματικών διαταραχών.
Επισημαίνεται και στατιστικά μια σχέση αμοιβαίας συνάφειας και αλληλεπίδρασης μεταξύ ιδιοτήτων που διαμορφώνονται κατά την εργασία και ιδιοτήτων που εκδηλώνονται στην ψυχαγωγία (στον τρόπο αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου). Οι άνθρωποι που ασχολούνται με πιο περίπλοκη και αυτοτελή εργασία διακρίνονται για την μεγαλύτερη επιλεκτικότητά τους, τα αυστηρότερα πολιτισμικά κριτήρια και τη διανοητικότητα των προσφιλών τους τρόπων ψυχαγωγίας. Παρατηρείται μάλιστα και η αντίστροφη σύνδεση (ανάδραση): η περίπλοκη γνωστική ικανότητα, η ευελιξία και η αυτοτέλεια των δεξιοτήτων, αυξάνουν το επίπεδο των αξιώσεων που προβάλλει το άτομο για το περιεχόμενο και τις συνθήκες εργασίας του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η βασική σημασία της εργασίας είτε οποιασδήποτε άλλης σκόπιμης εργασιακής δραστηριότητας καθορίζεται από την σχέση της προς εκείνους τους αξιολογικούς και νοηματικούς προσανατολισμούς, οι οποίοι διαμορφώθηκαν στο άτομο στα πλαίσια της ελεύθερης ψυχαγωγικής του δραστηριότητας. Μ’ άλλα λόγια, η σημασία της εργασίας αναφύεται από την ζωτική εμπειρία της ψυχαγωγικής δραστηριότητας και όχι αντίστροφα.
Οι έρευνες αποκάλυψαν ότι οι ανειδίκευτοι εργάτες που απασχολούνται σε βαριά χειρωνακτική εργασία, προς το τέλος της ημέρας προσπαθούν να χαλαρώσουν και περνούν κατά κανόνα τον ελεύθερο χρόνο τους μπροστά στην τηλεόραση. Άλλες έρευνες έδειξαν ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου (π.χ. στους κοινωνικούς λειτουργούς, επιστήμονες, συγγραφείς, καλλιτέχνες κλπ.) βασικό κριτήριο επιλογής μορφών ψυχαγωγίας είναι η τάση για ανάπτυξη και αυτοτελειοποίηση.
Ανακύπτει ωστόσο πληθώρα προβλημάτων, η επίλυση των οποίων κάθε άλλο παρά δεδομένη και μονοσήμαντη μπορεί να θεωρείται: Ποιος είναι ο μηχανισμός συσχέτισης αντικειμενικών εργασιακών συνθηκών και υποκειμενικής πρόσληψης και αξιολόγησής τους; Ποια είναι η αμοιβαία συνάρτηση που διέπει τους δείκτες, μέσω των οποίων περιγράφεται η υφή της εργασιακής δραστηριότητας; Πως σχετίζεται το περίπλοκο του περιεχομένου της εργασίας με τον χαρακτήρα των ενδοεργασιακών διαπροσωπικών σχέσεων; Ποια χρονικότητα διέπει τον βαθμό επίδρασης των εργασιακών συνθηκών στην προσωπικότητα; Ποια είναι η αλληλεπίδραση συνθηκών και στοιχείων της εργασίας, τα οποία είτε αλληλοενισχύονται, είτε αλληλοεξουδετερώνονται; Κατά πόσο είναι εφικτή και αποτελεσματική η δυνατότητα αναπλήρωσης - υποκατάστασης της απούσας εργασιακής αυτοτέλειας με άλλες εναλλακτικές εξωεργασιακές δραστηριότητες (κοινωνικο - πολιτική, αυτομόρφωση, τέχνη κλπ.); Πως αλληλεπιδρούν όλα τα προαναφερθέντα με τις ιδιότητες της ίδιας της προσωπικότητας; Ποιες είναι οι διαφορές αλληλεπίδρασης όλων των προαναφερθέντων κατά ηλικία και φύλο; κλπ.
Τα παραπάνω ερωτήματα καθιστούν σαφείς (τουλάχιστον εν μέρει) τις δυσκολίες που εμπεριέχει η απόπειρα οργανικής σύνδεσης μακροκοινωνιολογικών - οικονομικών και μικροκοινωνιολογικών, ψυχολογικών κλπ. τρόπων προσέγγισης. Η προβληματική αυτή εγείρει εκ των πραγμάτων το ζήτημα της επεξεργασίας μιας συνθετικής μεθοδολογίας διεπιστημονικής διερεύνησης τέτοιου είδους θεμάτων. Μιας μεθοδολογίας που θα συνδυάζει την εμβάθυνση στο αντικείμενο της θεμελιώδους έρευνας με τα εμπειρικά στοιχεία των εφαρμοσμένων προσεγγίσεων. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ενώ η θεμελιώδης έρευνα είχε θέσει ουσιαστικά το ζήτημα του ρόλου της άμεσης διαδικασίας της παραγωγής στην προσωπικότητα του υποκειμένου (βλ. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς) από τα μέσα του 19ου αιώνα, η εμπειρική έρευνα «ανακάλυψε» το πρόβλημα ουσιαστικά μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.[24]
Το γεγονός ότι στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος, σε περιορισμένη έστω κλίμακα, πλην όμως σαφώς, αρχίζει να αντιμετωπίζεται η ίδια η εργασία και ως πεδίο ανάπτυξης και εκδήλωσης της προσωπικότητας υποδηλώνει ότι υπονομεύεται εκ των πραγμάτων το παραδοσιακό κανονιστικό - αξιολογικό σύστημα που χαρακτηρίζει μιάν ολόκληρη εποχή.[25] Όπως είναι γνωστό η κρατούσα ηθική αξιολόγηση της εργασίας (η «εργασία ως καθήκον», ως «αρετή» κλπ.) συνδεόταν με το όλο πλέγμα του φετιχισμού των εμπορευμάτων και του χρήματος. Η σχέση αυτή προς την εργασία, γνωστή ως «προτεσταντική εργασιακή ηθική» αναγόρευε την εργασία για την εξοικονόμηση χρήματος σε ηθικό καθήκον. Σήμερα όμως γίνεται όλο και πιο αισθητή η ανάδειξη της εργασίας (του δημιουργικού περιεχομένου της) σε αξία αφ’ εαυτής. Αυτό το γεγονός από μόνο του δεν μπορεί βέβαια να υπονομεύσει την θεμελιώδη αντίφαση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, εφ’ όσον διατίθεται πληθώρα τρόπων ανώδυνης διοχέτευσης, ανα(από)προσανατολισμού και χειραγώγησης συνειδήσεων. Ωστόσο συνιστά ένα σημαντικό πεδίο έρευνας και πρακτικής παρέμβασης του συνδικαλιστικού κινήματος σε προοδευτική κατεύθυνση.
Βεβαίως η προαναφερθείσα τάση δεν υποσκελίζει την σημασία του μισθού της εργασίας στην ζωή των εργαζομένων, δεδομένου μάλιστα ότι το υφιστάμενο κοινωνικό και οικονομικό σύστημα είναι ανίκανο να ικανοποιήσει στοιχειώδεις βιοτικές ανάγκες σημαντικού μέρους του πληθυσμού, εργαζομένων και ανέργων. Το πρόβλημα επιτείνεται και με την γενικευμένη επιβολή της «εξαθλίωσης μέσω κατανάλωσης» που προκαλεί η τεχνητή δημιουργία και υπερδιόγκωση αναγκών, ο καταναλωτισμός που αναπαράγεται με την βιομηχανία της διαφήμισης.[26]
Σε πολλές έρευνες που ερωτώμενοι καλούνταν να απαριθμήσουν σύμφωνα με την σημασία τους διάφορες πηγές ικανοποίησης από την δουλειά τους, ο μισθός καταλάμβανε κατά κανόνα μια από τις πρώτες θέσεις. Και μάλιστα συχνότερα προβάλλει ως πηγή απογοήτευσης παρά ικανοποίησης (80%). Το θέμα του μισθού της εργασίας απασχολεί περισσότερο τους άνδρες, τους νέους εργάτες, καθώς επίσης και όσους βρίσκονται στα κατώτερα κλιμάκια της υπηρεσίας τους. Περισσότερο ικανοποιημένοι είναι φυσικά όσοι αμείβονται καλλίτερα από τους άλλους. Μεταξύ ανθρώπων με ίσες αποδοχές λιγότερο ικανοποιημένοι από τα έσοδά τους είναι οι γηραιότεροι, οι βαθμολογικά ανώτεροι, οι έχοντες υψηλότερη μόρφωση και ειδίκευση. Έχει εντοπισθεί μάλιστα ότι ως φορείς και «πωλητές» ταυτόχρονα του εμπορεύματος «εργασιακή δύναμη» οι εργαζόμενοι συγκρίνουν τον μισθό τους με τον μισθό των άλλων: το 65%- από καιρό σε καιρό και το 25%- συχνά.
Οι εμπειρικές έρευνες αποδεικνύουν ότι στην αξιολογική κλίμακα των εργαζομένων το ύψος των αποδοχών και ο χαρακτήρας της εργασίας δεν καταλαμβάνουν θέσεις αποκλειστικής διάζευξης. Π.χ. το 84% νεαρών γάλλων που απάντησαν σε ερωτηματολόγιο (1979) δήλωναν ότι το κύριο στην εργασία είναι το μέγεθος των αποδοχών, ενώ το 75% του ίδιου δείγματος θεωρούσαν ότι επιτυχημένος στην ζωή είναι αυτός που κάνει ενδιαφέρουσα δουλειά. Εκτεταμένη έρευνα για την συσχέτιση απασχόλησης και ψυχικών διαταραχών (1980) έδειξε ότι η απώλεια εισοδήματος παίζει πιο σημαντικό ρόλο στην ψυχική υγεία απ’ ότι η έλλειψη εργασίας. Βέβαια η έλλειψη εργασίας δεν είναι αμελητέος παράγοντας, όμως έχει δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με την έλλειψη εισοδήματος». Είναι προφανές ότι για τους απειλούμενους με απόλυση και τους ανέργους η σημασία της απώλειας του εισοδήματος θα υποσκέλιζε την σημασία της έλλειψης εργασίας ακόμα πιο πολύ.
Ο εργασιακός χώρος συν τοις άλλοις συνιστά και ένα πεδίο διαπροσωπικών σχέσεων διαφόρων τύπων, γεγονός που αποτελεί ένα από τα σημαντικά στοιχεία που καθορίζουν τον βαθμό ικανοποίησης από την εργασία.
Σημαντική θέση (από 3η μέχρι 7η ως προς την σημασία της) στη σχέση προς την εργασία κατέχει και η σχέση με τους προϊσταμένους και την διεύθυνση, μια σχέση που συνήθως είναι πηγή δυσαρέσκειας παρά θετικών αλληλεπιδράσεων, γεγονός που επιτείνει την διαφορά ως προς τον βαθμό, την θέση και τον μισθό.
Σε κοινωνιολογική έρευνα επισημάνθηκε ότι η επιτυχία και η αναγνώριση είναι οι συχνότερα αναφερόμενες πηγές ικανοποίησης από την εργασία. Έπονται η ευθύνη και η ανέλιξη, η σταδιοδρομία στην υπηρεσία. Η προαγωγή προσλαμβάνεται ως αναγνώριση της συνεισφοράς που συνοδεύεται από αύξηση του μισθού και αναβάθμιση της θέσης (status). Σε πολλές περιπτώσεις η προαγωγή συνοδεύεται και με πρόσθετο φόρτο εργασίας, υπευθυνότητα, τυπικές διαδικασίες διεκπεραίωσης, τριβές στις σχέσεις με τους συναδέλφους κλπ. οπότε μπορεί και να προκαλεί απογοητεύσεις. Ιδιαίτερη έφεση προς τον καριερισμό δείχνουν οι διοικητικοί, οι managers. Οι επιστήμονες είναι συχνά δυσαρεστημένοι με το σύστημα υπηρεσιακών προαγωγών, βλέποντας με σκεπτικισμό τα υπάρχοντα κριτήρια αξιολόγησης της επιστημονικής δραστηριότητας. Οι εργάτες στην παραγωγή κατά κανόνα δεν τρέφουν ιδιαίτερες ελπίδες για ανάδειξη. Οι όποιες φιλοδοξίες τους συνήθως στοχεύουν σε πεδία έξω από την επιχείρηση όπου εργάζονται.
Έρευνες των τάσεων διαγενεακής κοινωνικής κινητικότητας εργατικών οικογενειών δείχνουν ότι τα περιθώρια κοινωνικής ανέλιξης (μέσω της εκπαίδευσης, επαγγελματικής αποκατάστασης κλπ.) είναι αρκετά περιορισμένα, γεγονός που οφείλεται στην διαπλοκή των περιορισμένων βιοτικών δυνατοτήτων που παρέχει στον μισθωτό εργαζόμενο η εργασία του με το όλο πλέγμα κοινωνικών, ταξικών, ιδεολογικών κλπ. σχέσεων στις οποίες εντάσσεται ο ίδιος και η οικογένειά του. Μόνο το 23% των εργατικής προέλευσης νέων της Γαλλίας που άρχισαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα ως εργάτες γίνονται στην συνέχεια τεχνικοί, υπάλληλοι κλπ., ενώ μόνο το 3% των εργατικής προέλευσης μισθωτών επιτυγχάνει να περάσει στην κατηγορία των εργαζομένων ειδικευμένης διανοητικής εργασίας.[27]
Οι τάσεις αυτές επιβεβαιώνονται (εμμέσως πλην σαφώς) και από την ευρείας κλίμακας έρευνα του ΕΚΚΕ για την φτώχεια στην Ελλάδα. Αποδεικνύεται π.χ. ότι τα παιδιά των φτωχών νοικοκυριών εμφανίζουν μεγαλύτερη εκπαιδευτική στασιμότητα απ’ ότι τα παιδιά των μη φτωχών, «κληρονομώντας», κατά κάποιο τρόπο το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονιών τους (το οποίο άλλωστε φτάνει μόνο το 50% του μέσου εκπαιδευτικού επιπέδου των μη φτωχών). Τα φτωχά παιδιά δεν εκκινούν μόνο από χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, αλλά «διανύουν και μικρότερη κατά μέσο όρο απόσταση σε σύγκριση με τα μη φτωχά παιδιά με αποτέλεσμα να αναπαράγονται και να επιμένουν διαχρονικά οι σχέσεις ανισότητας - αποστέρησης στη μόρφωση και εκπαίδευση».[28] Αποδείχθηκε επίσης ότι «ακόμη και στην περίπτωση που φτάνουν στο ίδιο επίπεδο εκπαίδευσης με τα παιδιά των μη φτωχών δεν έχουν τις ίδιες με αυτά ευκαιρίες για επαγγελματική αποκατάσταση και κοινωνική ανέλιξη».[29] Παρατηρείται λοιπόν ότι «διατηρείται το χάσμα μεταξύ των φτωχών και των μη φτωχών όσον αφορά τις δυνατότητες που έχουν για κοινωνική ανέλιξη μέσα από μηχανισμούς και διεργασίες επαγγελματικής διαγενεακής κινητικότητας, οι οποίοι στην περίπτωση των φτωχών φαίνεται να λειτουργούν ως μηχανισμοί αναπαραγωγής της φτώχειας και επισώρευσης συγκριτικών μειονεκτημάτων από τη μια στην άλλη γενιά».
Έρευνες που πραγματοποιήθηκαν για την ανεργία αποκάλυψαν (εκ του αντιθέτου) την ύπαρξη πολλών παραγόντων ικανοποίησης από την εργασία, η λειτουργίά των οποίων είναι μάλλον λανθάνουσα και διαμεσολαβημένη, με αποτέλεσμα να παραμελούνται στην καθημερινή πρακτική. Πρόκειται π.χ. για την οργάνωση του χρόνου, για την διασφάλιση κοινωνικής θέσης (status) και ταυτότητας, για τους απώτερους, προοπτικούς κλπ. βιοτικούς στόχους, για την από κοινού με άλλους ανθρώπους αναπτυσσόμενη δραστηριότητα, για την συχνά υποχρεωτική πλην όμως ανελλιπή ενεργητικότητα κλπ.
ιδιαίτερη σημασία για το εργατικό κίνημα έχουν μερικές στατιστικά επιβεβαιωμένες διαπιστώσεις. Η σχέση μεταξύ ικανοποίησης από την εργασία και κινητικότητας εργασιακής δύναμης αυξομειώνεται ευθέως ανάλογα με την ανεργία. Σε συνθήκες ανεργίας που άνθρωπος δυσκολεύεται να βρει δουλειά όταν απολύεται κατά κανόνα αισθάνεται έντονη απογοήτευση και αδιέξοδο. Η απειλή της απόλυσης αμβλύνει τα κριτήρια αξιολόγησης της εργασίας από τον ίδιο τον εργαζόμενο και υποβαθμίζει συνολικά τις αξιώσεις του. Σε συγκυρίες πλήρους απασχόλησης η κινητικότητα της εργασίας οφείλεται σε συγκριτικά ευρύτερο φάσμα υποκειμενικών βλέψεων.
Ο χαρακτήρας της εργασίας και η σχέση του εργαζομένου προς αυτήν επιδρά στην σωματική και ψυχική υγεία. Στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η εργασία μπορεί να λειτουργεί ως παράγοντας άγχους με όλα τα επακόλουθα. Ο μέσος αριθμός π.χ. εμφραγμάτων στους καθηγητές πανεπιστημίου ήταν 71, ενώ στους ανειδίκευτους εργάτες αυτοκινητοβιομηχανίας -176. Ο συντελεστής θνησιμότητας (δηλ. οο ετήσιος αριθμός θανάτων σε σχέση με το μέσο επίπεδο της χώρας) κυμαινόταν στην Μ. Βρετανία (1983) από 76 στους ιερείς έως 317 στους ηλεκτροτεχνίτες - μηχανοτεχνίτες, 273 στους εργάτες παραγωγής, 233 στους ναυτικούς.[30]
Σχετικά μακροχρόνια παράδοση έχουν γίνει και οι έρευνες σχετικά με την ανεργία και τις επιπτώσεις της, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες.
Αναφερθήκαμε ήδη στα συγκλονιστικά στοιχεία για την ανεργία στην Ελλάδα. Ο αριθμός των ανέργων στην Ευρώπη έφτασε αισίως τα 18,5 εκατομμύρια, ενώ κάθε εβδομάδα μένουν άνεργοι 5.300 άνθρωποι. Ο κυνισμός με τον οποίο αντιμετωπίζει η «οικονομία της ελεύθερης αγοράς» τον εργαζόμενο, τον άνεργο φτάνει στο ζενίθ του με την αναγωγή του ανθρώπου σε απλό αριθμό, σε στατιστικό στοιχείο - συντελεστή των διακυμάνσεων των δημιουργικών ικανοτήτων του ανθρώπου, οι οποίες στην εκάστοτε συγκυρία χειραγωγούνται ως εμπόρευμα - πράγμα στον βωμό της κερδοφορίας. Πρόκειται ίσως για το έσχατο σημείο αλλοτρίωσης του ανθρώπου στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Αλλά θα επανέλθουμε σε αυτό το ζήτημα.
Κατ’ αρχήν πρέπει να επισημάνουμε ότι το πρόβλημα της ανεργίας είναι αλληλένδετο με το ευρύτερο πρόβλημα της φτώχειας (poverty) χωρίς βέβαια να ταυτίζεται με αυτό. Δεδομένου ότι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των φτωχών είναι η έλλειψη μόνιμης απασχόλησης, η συχνή αλλαγή τομέα απασχόλησης, η αβεβαιότητα στην απασχόληση, η πλειονότητα των ανέργων ανήκει στην κατηγορία των φτωχών. «Αυτό ισχύει περισσότερο για τους μόνιμους εντελώς ανέργους, τους οικογενειάρχες ανέργους που δεν παίρνουν επίδομα ανεργίας (το οποίο ακόμα και όταν παρέχεται, είναι πολύ χαμηλότερο από το όριο φτώχειας - Δ. Π.). Η φτώχεια που συνεπάγεται η ανεργία διαρκεί όσο διαρκεί η ανεργία και μ’ αυτή την έννοια είναι μεταβατική, προσωρινή όσον αφορά τα συγκεκριμένα άτομα, είναι όμως μόνιμη σε πανκοινωνικό επίπεδο εφ’ όσον η ανεργία είναι χρόνιο φαινόμενο».[31]
Το φαινόμενο της ανεργίας στην Ελλάδα, με διάφορες διακυμάνσεις από τις αρχές του αιώνα αρχίζει να παίρνει μονιμότερο χαρακτήρα και μαζικότερες διαστάσεις.
Όπως είναι γνωστό η ασφάλιση της ανεργίας δεν είναι γενική ο αριθμός των επιδοτούμενων ανέργων είναι γενικά μικρότερος από τον αριθμό των ανέργων. Οι ημέρες επιδότησης και το ποσό που αναλογεί κατά μέσο όρο σε ένα επιδοτούμενο παρουσιάζει πτωτική τάση μεταπολεμικά. Το επίδομα ανεργίας είναι πενιχρό και πολύ μικρότερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης. Το 1983 κυμαινόταν μεταξύ 40 - 70% των ημερομισθίων ή του μισθού, ενώ η κατάσταση αυτό τον τομέα επιδεινώνεται διαρκώς.
Μερικοί νέοι συμβιβάζονται με την ανεργία προσλαμβάνοντάς την ως μέρος της ζωής τους. Δεν πτοούνται και επιδίδονται σε διάφορες δραστηριότητες.
Συχνά βλέπουν το φως της δημοσιότητας εντυπωσιακοί συσχετισμοί μεταξύ διαστάσεων της ανεργίας και φαινομένων που θεωρούνται επιπτώσεις της ανεργίας. Σε αναφορά π.χ. του υπουργείου εργασίας των ΗΠΑ (1965) επισημαίνεται ότι το χαμηλό εισόδημα και η μεγάλη ανεργία συμπίπτουν με τα μεγάλα ποσοστά εξώγαμων γεννήσεων και ακόμα με μεγάλα ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας, κακής υγείας κ.λ.π.
Αίσθηση προκάλεσαν οι έρευνες του Brenner κατά τον οποίο «η αύξηση της ανεργίας έστω και κατά μία ποσοστιαία μονάδα δημιουργεί κατάσταση έντασης, επιθετικότητας και ασθενειών που επηρεάζει την κοινωνία για πολλά χρόνια. Η αύξηση της ανεργίας σε μια δεδομένη περίοδο έχει πολλαπλασιαστική επίδραση μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, η οποία ξεπερνά κατά πολύ το αρχικό μέγεθος της αύξησής της».[32] Έτσι μια αύξηση της ανεργίας κατά τα επόμενα 5 χρόνια δίνει τα εξής αποτελέσματα:
αυτοκτονίες +4,1%
επισκέψεις σε ψυχιατρικές κλινικές +3,3%
δολοφονίες +4,ο%
θνητότητα από αλκοολισμό +1,9%
γενικός δείκτης θνητότητας +1,9%
Ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε ότι ο εντοπισμός συσχέτισης δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως γραμμική αιτιώδης σχέση.
Σε πολλές μελέτες τονίζεται το γεγονός ότι η ανεργία βιώνεται ως τραυματική εμπειρία δεδομένου ότι ανατρέπει το όλο πλαίσιο της ζωής του ανθρώπου, το οποίο σε μεγάλο βαθμό συγκροτείται από τις οικονομικές, κοινωνικές, ψυχολογικές κλπ λειτουργίες και προεκτάσεις της εργασίας. Η ανεργία, ως αναγκαστική έξοδος από το χώρο της απασχόλησης, για πολλούς ανθρώπους σημαίνει μια δραστική μείωση του εισοδήματος καθώς και στέρηση της δυνατότητας να διαδραματίζουν κοινωνικά αποδεκτούς και αξιοθαύμαστους ρόλους. Επισημαίνεται ότι η ανεργία είναι τραυματική εμπειρία εφ’ όσον θεωρείται βασική αξία της κοινωνίας η οικονομική ανεξαρτησία, ότι η ανεργία αναστέλλει τις προσδοκίες των ατόμων και των οικογενειών τους και συχνά μάλιστα συρρικνώνει τις επιδιώξεις για κοινωνική ανέλιξη. Η ανεργία ως στέρηση των οικονομικών αγαθών και του κοινωνικού κύρους που παρέχει η εργασία, θεωρείται σοβαρή αιτία ψυχικών διαταραχών.
Σειρά μελετών αναδεικνύει ότι οι επιπτώσεις της ανεργίας προσλαμβάνονται με διάφορους τρόπους από διάφορα άτομα, κοινωνικές ομάδες κλπ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 20 ο Paul Lazarsfeld δημιούργησε την θεωρούμενη πλέον κλασσική μελέτη των φαύλων κύκλων της φτώχειας με έρευνα που πραγματοποίησε στους ανέργους του Marienthal της Αυστρίας. Πραγματοποίησε π.χ. για πρώτη φορά ποσοτικές μετρήσεις της απώλειας της αίσθησης του χρόνου, ως έκφρασης της προοδευτικής συρρίκνωσης του ψυχικού πεδίου λόγω των κοινωνικών συνθηκών. Μια συρρίκνωση, η οποία με την σειρά της αντεπιδρά στην όλη κοινωνική συμπεριφορά. Οι επισημάνσεις επαναεπιβεβαιώθηκαν μετά από μερικές δεκαετίες (π.χ. του D. Caplovitz, 1963). Το ήδη περιορισμένο πεδίο των ανθρώπων που πλήττονται από την ανεργία και την φτώχεια, περιορίζεται ακόμα περισσότερο, ψυχολογικά και πραγματικά μέσα σ’ ένα φαύλο κύκλο αλληλοαναπαραγόμενων τάσεων. Ο χρονίως άνεργος διαβάζει λιγότερο μικρές αγγελίες για να βρει δουλειά απ’ ότι οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί θεωρώντας την αιώνια καταχρέωσή τους ως κάτι το αναπόφευκτο, αγοράζουν με λιγότερη σκοπιμότητα απ’ ότι οι μη φτωχοί.
Να πως περιγράφει ο Jules Kluzfer τους «φαύλους κύκλους» φτώχειας και ανεργίας: «φτωχοί διότι ανήκουν σε μια οικογένεια ο αρχηγός της οποίας είναι άνεργος, φτωχοί διότι έχουν συσσωρευθεί μειονεκτήματα που ευνοούν την ανάπτυξη της φτώχειας όταν τους χτυπήσει η μοίρα, φτωχοί γιατί η ένταξή τους στην αγορά εργασίας είναι τέτοια που δέχεται περισσότερο από τους άλλους το ανθρώπινο κόστος της εργασίας και γιατί γνωρίζουν μια πολύ πιο έντονη επαγγελματική φθορά, καθώς και μια πολύ πιο ταχεία διαδικασία γήρανσης, φτωχοί γιατί γεννήθηκαν σ’ ένα περιβάλλον που το ίδιο ήταν φτωχό και δέχονται ολόκληρο το βάρος του οικογενειακού τους παρελθόντος, φτωχοί γιατί δεν μπορούν να ξεφύγουν απ’ αυτό τον κύκλο» (παρατίθεται από το Bartoli H.Η φτώχεια και η γέννησή της,ΕΠΙΘ.ΕΥΡ.ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ,Νο4,1983,σελ.233). Οι εν λόγω διαπιστώσεις επιβεβαιώνονται και από τα στοιχεία που αφορούν την διαγενεακή κοινωνική κινητικότητα των φτωχών στην Ελλάδα. Πολλοί ερευνητές θεωρούν ανέφικτη την διατεταγμένη και ιεραρχημένη προσέγγιση των «δικτύων αιτιότητας» του «πλέγματος» φτώχεια - ανεργία. Αδυνατούν να αρθούν από το επίπεδο της επισήμανσης στοιχείων και αλληλεπιδρούντων, απροσδιόριστων μεν αυτών καθ’ εαυτών, πλην όμως συνενωμένων στο υπό μελέτη φαινόμενο παραγόντων. Έτσι το τραγικό αδιέξοδο των ανθρώπων που πλήττονται από την ανεργία και την φτώχεια μεταφράζεται σε θεωρητικό και μεθοδολογικό αδιέξοδο εκείνης της έρευνας που περιορίζεται σε μιαν εμπειρική περιγραφή του φαινομένου ως «φαύλου κύκλου», «πλέγματος», «αστεροειδούς», «conatus» κλπ.
Η απώλεια της εργασίας επηρεάζει την αυτοεκτίμηση των ανέργων μέσω ενός πλέγματος αλληλεπιδράσεων συναισθημάτων ενοχής λόγω αυτής της απώλειας, αλλά και λόγω της απώλειας οικονομικών πόρων. Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ ανέργων και των οικογενειών τους παρουσιάσθηκε μεγάλη ανομοιομορφία στον βαθμό της επίδρασης του γεγονότος της απώλειας της εργασίας και στις αντιδράσεις: από την προσαρμογή και την αποτελεσματική αντιμετώπιση της νέας κατάστασης μέχρι την διάλυση της οικογένειας. Ως παράγοντες οικογενειακής σταθερότητας κατά την ανεργία επισημαίνονται τα εξής:
α) ο υψηλός βαθμός επαγγελματικών δεξιοτήτων,
β) η ύπαρξη αντίστοιχης εμπειρίας κατά το παρελθόν,
γ) το ύψος των οικονομικών πόρων και υποχρεώσεων,
δ) το μέγεθος της οικογένειας (οι πολυμελείς οικογένειες ανταπεξέρχονται αποτελεσματικότερα) και
ε) ο βαθμός αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της οικογένειας.
Η ανεργία προκαλεί ισχυρή αίσθηση αγωνίας, άγχος, απώλεια αυτοπεποίθησης και μνήμης, ανικανότητα συγκέντρωσης, υπνηλία, μερική σεξουαλική ανικανότητα, απογοήτευση και απαισιοδοξία, υψηλή ερεθιστικότητα και διαταραχές στο επίπεδο σχέσεων. Τα παραπάνω αυξάνουν τις πιθανότητες ενδοοικογενειακών εντάσεων, κακοποίησης και διαζυγίων. Επιπλέον τα υψηλά ποσοστά ανεργίας διαχέουν το φόβο μεταξύ των εργαζομένων και μειώνουν την συνειδητότητα του εργατικού κινήματος.[33]
Δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε στην Αγγλία (1982) για να διαπιστωθεί πως επιδρά η ύπαρξη είτε η απουσία εργασίας στην συναισθηματική κατάσταση του ανθρώπου έδειξε ότι οι άνεργοι και όσοι εργάζονταν ευκαιριακά ανέφεραν πολύ πιο συχνά δυσάρεστες συναισθηματικές καταστάσεις. Σε ανάλογη έρευνα στην Αυστραλία παρατηρήθηκε ότι οι απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης που δεν βρήκαν δουλειά ήταν λιγότερο ευτυχισμένοι από εκείνους που βρήκαν, αισθάνονται πλήξη και ανία, εχθρότητα προς την κοινωνία και δοκίμαζαν αισθήματα μοναξιάς και αδυναμίας. Μια άλλη δημοσκόπηση ανέργων έδειξε ότι το 19% αισθάνονται αξιολύπητοι και δυστυχισμένοι από τότε που έχασαν τη δουλειά τους, 17% αισθάνονται ανησυχία και έχουν κακή διάθεση, 13% δηλώνουν ότι έγιναν ευέξαπτοι και χάνουν την ψυχραιμία τους μ’ οποιαδήποτε αφορμή.
Πολλοί ερευνητές που ασχολούνται με την μελέτη της κατάστασης των ανέργων εντοπίζουν την εμφάνιση απάθειας, αδυναμίας και μερικές φορές ψυχικού κλονισμού. Αυξημένα είναι μεταξύ των ανέργων και τα ποσοστά μεταναστεύσεων. Συνήθως τα έσοδα των ανέργων είναι αισθητά χαμηλότερα από αυτά των εργαζομένων, ωστόσο ακόμα και στις περιπτώσεις που τα έσοδα είναι ίσα, οι εργαζόμενοι είναι πιο ευτυχισμένοι απ’ τους ανέργους.
Έχει επισημανθεί ότι οι γυναίκες αντιδρούν λιγότερο νοσηρά στην απώλεια της εργασίας απ’ ότι οι άνδρες, εκτός από τις περιπτώσεις που είναι κεφαλή της οικογένειας. Επίσης αντιμετωπίζουν πιο ψύχραιμα την απώλεια της εργασίας των ανδρών τους.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες μελέτες για τις εμπειρίες των ανέργων και των οικογενειών τους η ανεργία θεωρείται γενικά ανεπιθύμητο γεγονός που συμβάλλει στην ψυχολογική δυσλειτουργία, μειώνοντας τον αυτοσεβασμό και
επιδεινώνοντας τις διαπροσωπικές σχέσεις στην οικογένεια. Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής λόγω της απώλειας εισοδήματος επιτείνουν την αποξένωση και την ψυχολογική δυσθυμία μεταξύ άλλων και λόγω της παραίτησης από δαπανηρές μορφές ψυχαγωγίας. Επιτείνονται επίσης τα αισθήματα μοναξιάς και απομόνωσης και αλλάζουν οι κοινωνικές συναναστροφές. Τα άτομα που παραμένουν άνεργα για μεγάλο χρονικό διάστημα απομακρύνονται από τις κοινωνικές συναναστροφές τους και διακατέχονται από έντονα συναισθήματα πικρίας και θυμού με τις επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονταν, με τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις που θεωρούν ότι δεν τους προασπίστηκαν επαρκώς και γενικά με το κοινωνικό σύστημα που τους στερούσε τη δυνατότητα να διαδραματίσουν παραγωγικό ρόλο. Η ανεργία ωθεί τις συζύγους των ανέργων στην εργασία, γεγονός που αντιστρέφει τους κοινωνικούς ρόλους των συζύγων οδηγώντας συχνά σε απώλεια του κύρους, του σεβασμού, αλλά και σε υπονόμευση της θέσης του ανέργου συζύγου ως οικογενειάρχη.[34] Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία ευρείας κλίμακας έρευνας που πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ σε δείγμα 1556 νοικοκυριών. Η έρευνα αποσκοπούσε στην διακρίβωση του βαθμού επίδρασης της ανεργίας στην ψυχική υγεία και της συγκριτικής υπεροχής της έλλειψης εργασίας και της έλλειψης εισοδήματος ως ψυχοπιεστικών γεγονότων[35].Η έρευνα έδειξε ότι υπάρχει μια στατιστικά σημαντική θετική σχέση μεταξύ απασχόλησης και ψυχικής διαταραχής, χωρίς όμως να είναι πολύ δυνατή (η2 = 0, 40). Επιβεβαιώνεται ότι η ανεργία συνιστά ανεπιθύμητο ψυχοπιεστικό γεγονός της ζωής, το οποίο επιδρά στην ψυχική υγεία των ανέργων ατόμων.
Περιληπτικά τα κύρια ευρήματα της εν λόγω έρευνας έχουν ως εξής:
1. Η ανεργία είναι ένα ψυχοπιεστικό γεγονός που επηρεάζει την ψυχική υγεία των ανέργων.
2. Η ανεργία επηρεάζει σοβαρά την ψυχική υγεία των γυναικών, οι οποίες λόγω απουσίας συζύγου είναι αρχηγοί της οικογένειας.
3. Η επίδραση της ανεργίας στον άνδρα σύζυγο δεν είναι κρίσιμη όταν εργάζεται η σύζυγός του.
4. Η επίδραση στην ψυχική υγεία των ανδρών δεν είναι εντονότερη απ’ ότι είναι για τις γυναίκες συζύγους.
5. Αντίθετα η ανεργία επηρεάζει την ψυχική υγεία των συζύγων όταν και οι δύο σύζυγοι έχουν μείνει άνεργοι.
6. Η ανεργία επηρεάζει την ψυχική κατάσταση ατόμων που ανήκουν στα μεσαία κοινωνικο - οικονομικά στρώματα.
7. Η ψυχική κατάσταση ατόμων με πολύ χαμηλό εισόδημα δεν επηρεάζεται από την απώλεια εργασίας. Αυτό δεν ισχύει για τις υπόλοιπες κατηγορίες με υψηλότερο εισόδημα.
8. Γενικά η ανεργία ασκεί μια περιορισμένη πλην όμως υπολογίσιμη επίδραση στην ψυχική υγεία.
Η απώλεια εισοδήματος φαίνεται να έχει πιο σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των ανέργων από την απώλεια κοινωνικού κύρους λόγω της ανεργίας.
Σε μελέτη άλλου Έλληνα επιστήμονα επισημαίνεται η απουσία στοιχείων για τους ανέργους και την ψυχική υγεία. Είναι ωστόσο γεγονός ότι έχει πιστοποιηθεί η ύπαρξη σχέσης. Ο αιτιοπαθογενετικός μηχανισμός εξαρτάται:
1. Από ατομικές κοινωνικές μεταβλητές (ηλικία, φύλο, καταγωγή, οικογενειακή κατάσταση, κοινωνική τάξη).
2. Από την δομή της προσωπικότητας του ανέργου.
3. Από την ίδια την εργασία:
α) μια δύσκολη και «κακή» εργασία μπορεί να θεωρείται τιμωρία ενώ η ανεργία να προσλαμβάνεται ως ευεργεσία.
Τότε οι ψυχικές συγκρούσεις εστιάζονται στη βάση της κακής οικονομικής κατάστασης.
β) μια καλή εργασία είναι μέσο προσωπικών και συναισθηματικών επενδύσεων για κοινωνική άνοδο. Η απώλειά της θεωρείται κοινωνική απόρριψη, οδηγεί σε προσωπική κρίση, πανικό, τάσεις αυτοκαταστροφής κλπ.
Κύριοι μηχανισμοί εδώ είναι:
-η ενδοβολή (introgestion), εσωτερίκευση του απολεσθέντος (της εργασίας) προκειμένου να αντιμετωπισθεί το άγχος της απώλειας, γεγονός που οδηγεί σε κατάθλιψη.
- η ματαίωση, η οποία οδηγεί σε επιθετικότητα κατά των υπευθύνων.
4. Από τα χαρακτηριστικά της ανεργίας:
1) από τον χρόνο παραμονής στην εργασία (μια συχνή εναλλαγή απασχόλησης και ανεργίας εξοικειώνει σχετικά το άτομο ενώ στην περίπτωση της μονιμότητας σε μιαν εργασία η ανεργία προκαλεί έντονο κλονισμό).
2) από τον χρόνο παραμονής στην ανεργία.
Η ανεργία συνδέεται με την αύξηση καρδιοαγγειακών νοσημάτων, με την πιθανότητα ανάπτυξης νεοπλασμάτων, με την άνοδο της θνητότητας, ακόμα και με επιπλοκές στην κυοφορία και στην υγεία των παιδιών.[36]
Οι έρευνες για τις κοινωνικές- ψυχολογικές επιπτώσεις της ανεργίας δείχνουν ότι αυτές επιδρούν ηθικά βαρύτερα στους εργαζόμενους ηλικίας 25-45 ετών, πού έχουν οικογένεια και σταθερή αντίληψη της κοινωνικής και οικονομικής τους θέσης, η οποία υπονομεύεται από την ανεργία. Βαρύτερα βιώνουν αυτές τις επιπτώσεις οι ειδικευμένοι εργαζόμενοι και ιδιαίτερα όσοι έχουν υψηλές κοινωνικές προσδοκίες και έχουν κατακτήσει κατά το παρελθόν σημαντικές επιτυχίες. Η απώλεια της εργασίας, είτε η εργασιακή υποβάθμιση βιώνονται από αυτούς τους ανθρώπους ιδιαίτερα ψυχοτραυματικά.
Η μόνιμη υποβάθμιση του επιπέδου των αναγκών και των προσδοκιών αποδομεί το όλο σύστημά τους, αλλά και την ίδια την προσωπικότητα, οδηγώντας στην παραίτηση και από την ελπίδα διατήρησης του κεκτημένου βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου. Η χρόνια ανεργία οδηγεί σε νωχελικότητα και απάθεια, ιδιαίτερα στην περίπτωση της χρονικής αποδιοργάνωσης της καθημερινότητας. Ακόμα και το βάδισμα γίνεται αργόσυρτο. Η άσκοπη αδράνεια μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση της ψυχικής και σωματικής υγείας. Ως τελική φάση της ανεργίας διακρίνεται από μερικούς ερευνητές μια κατάσταση κατά την οποία «ο άνθρωπος προσαρμόζεται στην ανεργία με τον ίδιο τρόπο όπως και οι έγκλειστοι φυλακών είτε νοσοκομείων. Συνειδητά προσπαθεί να βγει από αυτή την κατάσταση, όμως σε ένα βαθύτερο επίπεδο δεν το επιθυμεί. Βίωσε υπερβολικά πολλές απορρίψεις. Συμβιβάσθηκε με τη σκέψη ότι είναι άνθρωπος ξοφλημένος και σ’ αυτό το επίπεδο προτιμά να τον αφήσουν ήσυχο. Όπως αναφέρουν υπάλληλοι γραφείων ευρέσεως εργασίας, είναι διαδεδομένες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ενημερώνουν τέτοιους ανθρώπους για την πιθανότητα πρόσληψης, τους καλούν για συνέντευξη και αυτοί δεν παρουσιάζονται. Πρόκειται για το στάδιο της ολοσχερούς ήττας, για τον θάνατο του ανθρώπου»(Hayes,J.,Nutman,P.understanding the unemployed....L.-N.Y.,1981,p.31).
Παρά το γεγονός ότι σε πολλούς ανθρώπους δεν αρέσει η δουλειά τους, οι άνεργοι παρουσιάζουν κατά πολύ χειρότερη ψυχική υγεία και είναι περισσότερο επιρρεπείς σε κατάθλιψη, σε αυτοκτονίες και στον αλκοολισμό. Οι άνεργοι έχουν δυσάρεστη συναισθηματική φόρτιση υψηλότερη από αυτή των εργαζομένων. Εν τω μεταξύ οι σωματικές και ψυχικές ασθένειες, ο αλκοολισμός κλπ. από τα οποία πάσχουν άνθρωποι που έχουν διατελέσει χρόνια άνεργοι οδηγούν πολλούς σε απώλεια της εργασίας που βρίσκουν.
Μεταξύ των νέων που έχοντας αποφοιτήσει από την μέση εκπαίδευση αναζητούν εργασία και δεν βρίσκουν, παρουσιάζονται συμπτώματα ενός ιδιότυπου ψυχολογικού παιδομορφισμού της προσωπικότητας (personal infantilism), δηλαδή μια τάση καθήλωσης στο επίπεδο του μαθητή. Έρευνα σε ομάδα μερικών χιλιάδων αποφοίτων μέσης εκπαίδευσης με την βοήθεια του ερωτηματολόγιου γενικής υγείας (General Health Questionnaire - G H Q) στην Αγγλική πόλη Λίντς και με συγκριτική αντιπαραβολή των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν 1-2 χρόνια μετά την αποφοίτηση έδειξε ότι ο βαθμός συναισθηματικών διαταραχών όσων δεν βρήκαν δουλειά αυξήθηκε, ενώ αντίστροφα μειώθηκαν σε όσους βρήκαν. Η εν λόγω έρευνα έδειξε ότι μόνο σ’ ένα πολύ ασήμαντο βαθμό η κακή ψυχική υγεία μπορεί να προκαθορίσει την ανεργία. Το συμπέρασμα αυτό ανατρέπει μερικές τάσεις ψυχοπαθολογικής ερμηνείας της ανεργίας, οι οποίες επιδιώκουν την συγκάλυψη του ταξικού χαρακτήρα του προβλήματος μέσω της αναγωγής του σε ατομικό-κλινικό.
Άλλες έρευνες έδειξαν ότι οι άνεργοι που αναζητούν ανεπιτυχώς εργασία γίνονται συχνότερα αλκοολικοί και έχουν στο ιστορικό τους ψυχικά νοσήματα, γεγονός που δείχνει ότι μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ ανεργίας και ψυχικών διαταραχών υφίσταται έστω και σε μικρό βαθμό.
Η ανεργία επιδρά στην ψυχική υγεία μετά από κάποιο διάστημα. Έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Αυστραλία έδειξε ότι μεταξύ 400 νέων ανέργων το 56% παρουσίαζε κλινικές διαταραχές του ψυχισμού και μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις το διάστημα που μεσολαβούσε από την απόλυση μέχρι την εμφάνιση συμπτωμάτων ξεπερνούσε τους 5 μήνες. Αντίστοιχη αγγλική έρευνα επιβεβαίωσε επίσης ότι η ψυχική και σωματική υγεία επιδεινώνεται απότομα περίπου έξη μήνες μετά την απώλεια εργασίας.
Έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στην Αγγλία έδειξαν ότι αλλαγές στην συμπεριφορά των ανθρώπων μετά την απόλυση από την εργασία τους συνδέονται με επιδείνωση της ψυχικής υγείας. Λόγου χάρη η καθήλωση στο σπίτι με την τηλεόραση, η άσκοπη περιπλάνηση στα καταστήματα χωρίς να γίνονται αγορές κλπ. συνδέονται με διαταραχές της ψυχικής ισορροπίας.
Μακροχρόνια έρευνα επί 2300 αμερικανών έδειξε ότι οι άνθρωποι που έχουν χάσει την δουλειά τους εκδηλώνουν εντονότερα συμπτώματα κατάθλιψης και έχουν συχνότερα προστριβές στην οικογένειά τους. Αυστραλοί επιστήμονες εντόπισαν ότι μετά από παρατεταμένη ανεργία οι άνθρωποι έχουν την τάση να μέμφονται τον ίδιο τον εαυτό τους για την τύχη τους. Σε μια κατάσταση «εσωτερικευμένης αδυναμίας» αισθάνονται συχνά ανίκανοι να επιδράσουν στα αίτια της ανεργίας τους.
Η απόγνωση από την ανεργία ενισχύεται κατά τους πρώτους μήνες και στη συνέχεια σταδιακά σταθεροποιείται και παγιώνεται. Κρίσιμη ως προς τις συνέπειές της είναι η ανεργία για τις ηλικίες από 40 - 50 ετών.
Άλλες έρευνες (σε αντιδιαστολή με αυτήν του Σταθόπουλου που προαναφέραμε) αποδεικνύουν ότι παρά την διαδεδομένη άποψη ότι οι άνθρωποι εργατικού περιβάλλοντος «έχουν εθισθεί σε στερήσεις και απογοητεύσεις», αυτοί ακριβώς υποφέρουν από την απώλεια της εργασίας περισσότερο από όσους ανήκουν στα «μεσαία στρώματα», δεδομένου ότι οι τελευταίοι μπορούν να οργανώνουν καλλίτερα το χρόνο τους και δεν έχουν τόσο οξύ οικονομικό πρόβλημα. Οι αρνητικές επιπτώσεις της ανεργίας στην ψυχική και σωματική υγεία μετριάζονται σημαντικά σε εκείνους που έχουν αισθητή κοινωνική υποστήριξη από την (τον) σύζυγο, από την οικογένεια, είτε από φίλους.
Ιδιαίτερη σημασία έχει για τις εκδηλώσεις της ανεργίας η διατήρηση ισχυρών οικογενειακών δεσμών (που οφείλεται στο σχετικά πρόσφατο και στις ιστορικές ιδιομορφίες επικράτησης της κεφαλαιοκρατίας) στην Ελλάδα σε σύγκριση π.χ. με τη Γερμανία.[37]
Ψυχολογικές έρευνες για την ανεργία δημιούργησαν την έννοια της νεύρωσης της ανεργίας, χαρακτηριστικό σύμπτωμα της οποίας είναι η απάθεια που αναφέραμε παραπάνω. Ο άνεργος γίνεται σταδιακά αδιάφορος για όλα και όλο πιο σπάνια παίρνει κάποια πρωτοβουλία.
Η πρόσληψη του προβλήματος της ανεργίας συνδέεται στενά με τους αξιολογικούς προσανατολισμούς. Συχνά κατά το παρελθόν (αλλά και σήμερα) οι άνεργοι αντιμετωπίζονταν επιτιμητικά είτε φιλανθρωπικά, ως αργόσχολοι και επαίτες. Είναι ακόμα πολύ διαδεδομένη η άποψη που φέρει τους ανέργους ως μοναδικούς υπαίτιους της τύχης τους λόγω τεμπελιάς, ανικανότητας κλπ., ότι είναι απλώς χαμηλού επιπέδου, ότι «απλώς δεν θέλουν να δουλέψουν» κλπ. Η αρνητική αυτή αγοραία προδιάθεση ενισχύεται και με την ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των εργατών λόγω της ανεργίας, φαινόμενο που περιέγραψε κλασσικά ο Κ. Μαρξ, αλλά δεν διερευνήθηκε από σύγχρονους ερευνητές στο επίπεδο που αρμόζει (πιθανόν και λόγω του ότι ένας απλοϊκός εργατισμός που επικρατεί συχνά θεωρεί τό θέμα - ταμπού). Η σχετική ευημερία κάποιων εργαζομένων μέσα στην ατμόσφαιρα της κρίσης και του φόβου για την επιδείνωση αυτής της κρίσης, γεννά ιδιότυπα φαινόμενα «ομαδικού εγωισμού» και ιδιοτελών συντεχνιακών στάσεων, στα πλαίσια των οποίων οι φτωχοί και οι άνεργοι αντιμετωπίζουν αρνητικά επειδή δήθεν «παρασιτούν» σε βάρος αυτών των «ευημερούντων» εργαζομένων.[38]
Έτσι ενώ οι ίδιοι οι άνεργοι έχουν την τάση να κατηγορούν για τα δεινά τους την κυβέρνηση, τα συνδικάτα είτε κάποια κοινωνικά φαινόμενα, όσοι εργάζονται πιστεύουν συχνά ότι για όλα τα δεινά των ανέργων ευθύνονται οι ίδιοι οι άνεργοι. Το κλίμα αυτό- εφ’ όσον ενισχύεται και αναπαράγεται- συνιστά γόνιμο έδαφος για διάφορες προκαταλήψεις και αντιπαλότητες, αποπροσανατολιστικές, αλλά και επικίνδυνες για το εργατικό κίνημα. Το 31% των ερωτηθέντων το 1983 δυτικογερμανών ανέργων δήλωσαν ότι «οι περισσότεροι ξένοι πρέπει να γυρίσουν στα σπίτια τους», ενώ το 42% συμφώνησαν με την άποψη ότι χρειάζεται ένας ισχυρός άνδρας που θα φέρει την ησυχία και την τάξη». Η μάστιγα της ξενοφοβίας και του ρατσισμού παίρνει στις μέρες μας ολέθριες διαστάσεις σ’ όλη την Ευρώπη. Η αδιαφορία και η υποτίμηση του προβλήματος στην χώρα μας είναι εγκληματική για το εργατικό κίνημα, δεδομένου μάλιστα ότι τα εν λόγω φαινόμενα παρουσιάζουν ραγδαία αύξηση το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα. Σύμφωνα με σφυγμομετρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα παρουσιάζεται το μεγαλύτερο ποσοστό πληθυσμού στην Ευρώπη που ενοχλείται από την εθνικότητα του «άλλου» (28%, έναντι 19% του αμέσως επόμενου Βελγίου!).
Σε πρόσφατες έρευνες το 70% των ερωτούμενων υποστηρίζουν ότι είναι πολλοί οι ξένοι στην Ελλάδα (από 29% το 91), 43% απορρίπτει τη θέσπιση ίσων δικαιωμάτων μεταξύ Ελλήνων και ξένων, 60-84% θεωρεί τους μετανάστες αρνητικό παράγοντα για την ελληνική κοινωνία, 73-90% τους θεωρεί υπεύθυνους για την ανεργία και 53% για τους χαμηλούς μισθούς.[39]
Όταν οι άνεργοι οργανώνουν τον χρόνο τους και προγραμματίζουν την ζωή τους παρουσιάζουν σε μικρότερο βαθμό διάφορες διαταραχές. Παρατηρήθηκε ότι οι άνεργοι ξοδεύουν λιγότερο χρόνο για διασκέδαση και καπνίζουν περισσότερο. Το 44% των ανέργων βρετανών από 25 μέχρι 44 ετών είναι αλκοολικοί ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των εργαζομένων είναι 28%. Οι άνεργοι των μεσαίων εισοδηματικών κατηγοριών αρχίζουν να διαβάζουν περισσότερο, ενώ οι απλοί εργάτες άνεργοι προτιμούν τη δωρεάν ψυχαγωγία. Σημαντικό μέρος του χρόνου τους είναι ανοργάνωτο και χαώδες.
Ο κύκλος των συναναστροφών των ανέργων συρρικνώνεται, γεγονός που οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι δεν έχουν την πολυτέλεια να πληρώσουν για διασκέδαση είτε να κάνουν συχνές επισκέψεις. Αυτό επιτείνει το σύμπλεγμα κατωτερότητας, την αίσθηση του αποδιοπομπαίου από την κοινωνία. Οι επαφές μεταξύ των ανέργων είναι ασθενείς. Δεν πρόκειται για μια ομάδα αναφοράς (Reference Group) με ενιαία αποδεκτούς κανόνες, αξίες και συμπεριφορές. Είναι μια καταναγκαστική ένταξη σε μια ομάδα στην οποία δεν επιθυμούν να ανήκουν. Γι’ αυτό είναι κατά κανόνα άγονες οι απόπειρες οργάνωσης αποκλειστικά ανέργων. Στο συνέδριο των ανέργων της ΟΔΓ (Δεκέμβριος 1982) απορρίφθηκε ομόφωνα η πρόταση για την οργάνωση σωματείου ανέργων με το ορθό σκεπτικό ότι θα επέτεινε την διάσπαση της εργατικής τάξης. Οι πρόσφατες δυναμικές κινητοποιήσεις ανέργων σε χώρες της Ευρώπης ,όπως και αυτές των αδιόριστων εκπαιδευτικών στην Ελλάδα, καθιστούν σαφή την αναγκαιότητα συντονισμού της δράσης εργαζομένων και ανέργων σε ενιαία μέτωπα με διεθνή προοπτική.
Αναφερθήκαμε ήδη στην ύπαρξη ερευνών που διαπιστώνουν στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ ανεργίας και ενός συνόλου φαινομένων που συνήθως χαρακτηρίζονται ως αποκλίνουσα συμπεριφορά (deviant behavior). Στις κοινωνικές και ιατρικές επιστήμες είναι πολύ δύσκολο να προσδιορισθούν μονοσήμαντα και επακριβώς οι έννοιες της ψυχικής υγείας, της κανονικής (normal) προσωπικότητας κλπ. Το ίδιο ισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό και για την έννοια της αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Οποιαδήποτε απόπειρα συστηματοποίησης των προσεγγίσεων που έχουν διαπιστωθεί θα καταλήξει τελικά στον εντοπισμό δύο φαινομενικά αλληλοαποκλειόμενων τάσεων:
1. Αναγωγή των φαινομένων της αποκλίνουσας συμπεριφοράς σε άκρως υποκειμενικούς, ψυχολογικούς, βιολογικούς, κληρονομικούς κ.λ.π. παράγόντες του ίδιου ατόμου.
2. Αναγωγή των εν λόγω φαινομένων στην αποκλειστική επίδραση «εξωτερικών» παραγόντων της κοινωνίας (κανόνες, αξίες, νόμοι κλπ.)
Έτσι ενώ όλοι σχεδόν συμφωνούν στον ορισμό της αποκλίνουσας συμπεριφοράς ως σύνολο ενεργειών, οι οποίες παραβιάζουν τους καθιερωμένους στην δεδομένη κοινωνία κανόνες (στερεότυπα, πρότυπα κλπ) συμπεριφοράς, δεν υπάρχει ενιαία άποψη για τα αίτια και τους τρόπους καταπολέμησής της. Ο χαρακτήρας αυτού του κειμένου δεν μας επιτρέπει μια διεξοδική εξέταση των υπαρχουσών απόψεων. Θα επισημάνουμε απλώς την μεθοδολογική μονομέρεια μερικών προσεγγίσεων, οι οποίες στο όνομα της αντικειμενικότητας, ακούσια είτε εκούσια προβαίνουν σε ισχυρισμούς αποπροσανατολιστικού και τελικά αντιδραστικού χαρακτήρα.
Αναφερθήκαμε ήδη στις διαπιστώσεις που οδήγησαν πολλούς επιστήμονες στην έννοια των «φαύλων κύκλων» της φτώχειας, της ανεργίας και της εξαθλίωσης. Αρκετά διαδεδομένη είναι η έννοια του «πολιτισμού της φτώχειας» ή του «υποπολιτισμού», κατά την οποία δεν αρμόζει να γίνεται λόγος για πολιτιστική υποβάθμιση και φτώχεια, δεδομένου ότι οι φτωχοί, οι άνεργοι κλπ. διαθέτουν διαφορετικό δικό τους πολιτισμό (ως σύμπλεγμα εθίμων, πεποιθήσεων, κανόνων και αξιών που επικρατούν στη συλλογικότητά τους και παραδίδονται από γενιά σε γενιά) σαν να ήταν μια διαφορετική φυλή. [40]
Εκπρόσωποι της σχολής του Σικάγου (Cohen, A. κ.α.) προχωρούν ακόμα περισσότερο ισχυριζόμενοι ότι οι άνθρωποι διδάσκονται την αποκλίνουσα συμπεριφορά κατά την διαδικασία αφομοίωσης του πνευματικού πολιτισμού τέτοιων ομάδων. Έτσι φορείς αποκλίνουσας συμπεριφοράς γίνονται τα άτομα, η κοινωνικοποίηση των οποίων πραγματοποιείται σε ένα κοινωνικό πολιτισμικό περιβάλλον, στο οποίο επικρατούν και θεωρούνται θεμιτές αξίες που προδιαθέτουν σε εκτροπή. Είναι προφανές ότι κατ’ αυτό τον τρόπο οι στοιχειώδεις διεκδικήσεις της εργατικής τάξης (εργαζομένων και ανέργων) μπορούν να θεωρούνται «αποκλίνουσα συμπεριφορά», ενώ μη αποκλίνουσα, θεμιτή κλπ. θεωρείται μόνο η κομφορμιστική υπακοή στο όλο πλέγμα της κυρίαρχης εκμεταλλευτικής θεσμικότητας. Είναι πολύ εύκολο κατ’ αυτό τον τρόπο προκαταλήψεις και φενάκες που ανακύπτουν από την αλλοτριωτική καθημερινότητα και από τον ανταγωνισμό των εργαζομένων σε συνθήκες κρίσης, να αναπαράγονται με επιστημονικοφανή τρόπο με την επίκληση μάλιστα και υπαρκτών στοιχείων που αφορούν τις επιπτώσεις της ανεργίας και την κατάσταση των ανέργων. Έτσι το σύμπτωμα που εκδηλώνεται στην επιφάνεια μπορεί να προβάλλεται αντεστραμμένα ως αίτιο αφ’ εαυτού. Από εδώ μέχρι την δαιμονολογική αντιμετώπιση της ανεργίας και των ανέργων, η απόσταση είναι πολύ μικρή και οι επιπτώσεις μιας τέτοιας προσέγγισης μπορούν να είναι ολέθριες (π.χ. ξενοφοβία, ρατσισμός, φασισμός). Σε αυτή την παραμορφωτική αντιμετώπιση μπορεί να συμβάλλει και η προβολή υπαρκτών στατιστικά σημαντικών σχέσεων μεταξύ ανεργίας και αποκλινουσών συμπεριφορών, όταν προσλαμβάνεται ως μηχανική, γραμμική και μη διαμεσολαβημένη αιτιώδης σχέση. Το θέμα δεν προσφέρεται για επιφανειακή καπηλεία και η ευθύνη τόσο των επιστημόνων όσο και των σωματείων είναι πολύ μεγάλη. Απαιτείται νηφάλια επιστημονική (και συνεπώς ταξική) προσέγγιση, που θα επιτρέπει να διακρίνεται η πραγματική κατάσταση από τις προσλήψεις, τις πρόχειρες κατηγοριοποιήσεις, την τάση να προσάπτεται στους ανέργους πληθώρα ιδιοτήτων κλπ. Η έρευνα δεν οφείλει να αποκρύπτει τα αποτελέσματά της, αλλά να τα τεκμηριώνει κατά τέτοιο τρόπο ώστε να γίνονται λειτουργικά κατά την χάραξη ταξικά συνεπούς τακτικής και στρατηγικής.
Σε κάθε περίπτωση η αποκλίνουσα συμπεριφορά είναι απόρροια των ανταγωνιστικών οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, απόρροια αντικειμενικών και υποκειμενικών αντιφάσεων της ανάπτυξής της. Η εκτίμηση οποιασδήποτε συμπεριφοράς ως αποκλίνουσας και της αποκλίνουσας συμπεριφοράς ως θετικής ή αρνητικής εξαρτάται:
1. από την εκτίμηση του αντίστοιχου κοινωνικού κανόνα (θεσμού κλπ.),
2. από την στάση της κοινωνικής ομάδας, η οποία παράγει και επιβάλλει τους εν λόγω κανόνες (και αποκλίσεις). Οποιαδήποτε (αποκλίνουσα ή μη) κοινωνική συμπεριφορά πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα: α) των συμφερόντων των κυρίαρχων δυνάμεων της κοινωνίας, β) των συμφερόντων της κοινωνικής ομάδας στα πλαίσια της οποίας λαμβάνει χώρα και γ)της δεδομένης ιστορικής συγκυρίας και δ)των προοπτικών ανάπτυξης της κοινωνίας. Μια άκρως στατική και εξωϊστορική αντιμετώπιση της υφιστάμενης κοινωνίας ως δεδομένης άπαξ και δια παντός δεν μπορεί να ξεπεράσει την προσέγγιση αυτών των προβλημάτων υπό το πρίσμα του άγονου δίπολου: κομφορμισμός - αντικομφορμισμός.
Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται και τα φαινόμενα περιθωριοποίησης, γκετοποίησης, λατρείας ενός λούμπεν τρόπου ζωής κλπ. που παρατηρούνται σε ομάδες (κυρίως νεαρής ηλικίας) ανέργων, τα οποία συνοδεύονται από πρωτογονισμό ενδιαφερόντων, χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο κλπ.
Κατά κανόνα η αποκλίνουσα συμπεριφορά εκδηλώνεται όταν από την σκοπιά του δεδομένου υποκειμένου δημιουργείται μια μη διευθετήσιμη κατ’ άλλο τρόπο αντίφαση μεταξύ της συγκεκριμένης κατάστασης της ζωής του και του κοινωνικού κανόνα που προκαθορίζει είτε απαγορεύει ορισμένη συμπεριφορά. Η κατάσταση αυτή (προβληματική κατάσταση) παίρνει τον χαρακτήρα της ρήξης, της σύγκρουσης.
Οι καταστάσεις που συνδέονται με αποκλίνουσες συμπεριφορές όπως ο αλκοολισμός, τα ναρκωτικά και η αυτοκτονία παρουσιάζουν ορισμένα γνωρίσματα:
1. Οι δυσάρεστες καταστάσεις σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τόσο μακροχρόνιες που γίνονται συχνά στοιχείο του τρόπου ζωής. Διαρκείς οικογενειακές προστριβές, αποτυχίες στον επαγγελματικό τομέα κλπ. λειτουργούν τραυματικά για το υποκείμενο και το εξωθούν σε μια τάση αλλαγής της κατάστασης που διαμορφώθηκε. Συγκεκριμένο ρόλο μπορεί να διαδραματίσει και η συγκεκριμένη δράση ή αδράνεια των σχετικών κοινωνικών θεσμών (νομοθεσία, κράτος, συνδικάτα κ.λ.π.)
2. το αδιέξοδο της κατάστασης που μπορεί να είναι πραγματικό, είτε να προσλαμβάνεται ως πραγματικό από το υποκείμενο. Αδυνατώντας να λάβει μια ριζική απόφαση και συχνά θεωρώντας την κατάσταση ως αδιέξοδο, το υποκείμενο στρέφεται συχνά σε «υποκατάστατα» διεξόδου, φυγής κλπ. όπως είναι το αλκοόλ και τα ναρκωτικά.
3. χαρακτηριστικό αυτών των καταστάσεων είναι ότι κατά κάποιο τρόπο «υπαγορεύουν» πλασματικούς τρόπους άρσης τους. Η βαθμιαία και χρόνια επισυσσώρευση έντασης βιώνεται ως μοιραία καθημερινότητα. Αναζητούνται λοιπόν μέσα που δίνουν την αυταπάτη της φυγής, ενώ στην πραγματικότητα επιδεινώνουν την συγκρουσιακή κατάσταση και την μετατρέπουν σε διαρκώς διογκούμενο ψυχοτραυματικό παράγοντα. Δημιουργείται κατ’ αυτόν τον τρόπο ένας φαύλος κύκλος.
Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η προσφυγή του ανθρώπου σε αποκλίνουσες συμπεριφορές με αυτοκαταστροφικές συνέπειες χαρακτηρίζει ένα ψυχικό κόσμο για τον οποίο ο φόβος που τον περιβάλλει είναι μεγαλύτερος από τον φόβο του θανάτου.
Από τα παραπάνω, αλλά και από το σύνολο της βιβλιογραφίας που αφορά τις κοινωνικο- ψυχολογικές παραμέτρους απασχόλησης και ανεργίας συνάγεται ότι η κεντρική θέση στην όλη προβληματική κατέχει εν πολλοίς το ζήτημα της αποξένωσης, της αλλοτρίωσης, ως γενικευμένης διαδικασίας της κεφαλαιοκρατικής ανταγωνιστικής κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από μετατροπή της δράσης του ανθρώπου και των αποτελεσμάτων της σε αυτοτελή δύναμη, η οποία κυριαρχεί πάνω στον άνθρωπο ως εχθρική.
Κλασσική ανάλυση του φαινομένου της αλλοτρίωσης βρίσκουμε στο έργο των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, οι οποίοι από την ανάλυση της αποξένωσης στη σφαίρα της πνευματικής ζωής πέρασαν στην μελέτη της αποξένωσης της πολιτικής και της οικονομικής ζωής. Στην ανάλυσή τους αναδεικνύονται ως πηγές της αλλοτρίωσης ο κεφαλαιοκρατικός καταμερισμός της εργασίας, ο αυθόρμητος, πρωτόγονος και συχνά ανεξέλεγκτος χαρακτήρας του συνόλου της κοινωνικής δραστηριότητας, η κυριαρχία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και των εμπορευματικών χρηματικών σχέσεων και μέσα στην ίδια την άμεση διαδικασία της παραγωγής με την μετατροπή της εργασιακής δύναμης σε εμπόρευμα και της εργασίας σε μέσο ύπαρξης. Στα ώριμα οικονομικά έργα του Μαρξ η ανάλυση της αποξένωσης - αλλοτρίωσης τεκμηριώνεται με την θεωρητική ανάλυση του φετιχισμού του εμπορεύματος που διέπει το όλο πλέγμα των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων της κεφαλαιοκρατίας. [41]
Ως στιγμές αυτής της διαδικασίας οι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς διέκριναν τις εξής στιγμές της αποξένωσης:
1. αποξένωσης του ανθρώπου από την ίδια τη δραστηριότητά του και ιδιαίτερα από την εργασία του η οποία διεξάγεται κατά τρόπο που τον φτωχαίνει και τον ερημώνει ψυχικά:
2. αποξένωση από τις συνθήκες εργασίας, οι οποίες ορθώνονται απέναντί του ως αλλοτριωτικοί παράγοντες (υλικοί και πνευματικοί). Αυτό αφορά ιδιαίτερα την αποξένωση του εργάτη από την διεύθυνση της παραγωγής και την επιστήμη.
3. αποξένωση του μισθωτού εργάτη από το αντικείμενο και τα αποτελέσματα της εργασίας του που αποκτούν αυξανόμενη αυτοτέλεια.
4. αντίστροφη των σχέσεων μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, μετατροπή του ανθρώπου από υποκείμενο της ιστορίας σε απλή προσωποποίηση κοινωνικών δυνάμεων.
5. αποξένωση των εργαζομένων από τους κοινωνικούς θεσμούς και κανόνες, οι οποίοι αυτονομούνται σε γραφειοκρατικά και ιεραρχικά δομημένα συστήματα.
6. αποξένωση των πνευματικών δυναμικών (εν είδει ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης) από τους εργαζομένους. Χάσμα μεταξύ ιδεολογίας και ζωής, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται στα μέλη της κοινωνίας απαιτήσεις και προσδοκίες που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές δυνατότητες της κοινωνίας (βλ. τα αίτια αποκλίνουσας συμπεριφοράς που προαναφέραμε)
Ο ισχυρισμός ότι η μακροχρόνια παραμονή του εργαζόμενου στην ανεργία «οδηγεί στην αποξένωση ... από το αντικείμενο της εργασίας του»(όπως αναφέρεται στο:ΚΜΕ Ανεργία και απασχόληση στην Ελλάδα,Συγχρονη Εποχή,Αθήνα,1991,σελ.241)- ακόμα και αν είναι απλώς αφελής- λειτουργεί απολογητικά έναντι των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής, εφ’ όσον υπονοεί ότι εκείνος που εργάζεται στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα δεν εμπλέκεται στην διαδικασία της αλλοτρίωσης.
Η παραπάνω προσέγγιση πρέπει να συνδυασθεί στην περίπτωσή μας με την εξέταση της υποκειμενικής πλευράς, του τρόπου με τον οποίο αυτές οι κοινωνικές διαδικασίες προσλαμβάνονται και βιώνονται από το άτομο. Αμερικανός κοινωνιολόγος διακρίνει τις εξής κοινωνικο - ψυχολογικές εκδοχές της αλλοτρίωσης:
1. αδυναμία - αίσθημα ανικανότητας και αδυναμίας του ανθρώπου να θέσει τα γεγονότα υπό τον έλεγχό του.
2. απουσία νοήματος - αίσθημα του ακατάληπτου, του ακατανόητου των κοινωνικών και προσωπικών του υποθέσεων.
3. κανονιστικός αποπροσανατολισμός - αναγκαιότητα προσφυγής σε κοινωνικά μη επιδοκιμαζόμενα μέσα για την επίτευξη των σκοπών του ανθρώπου.
4. πολιτισμική απώθηση - απόρριψη καθιερωμένη στην κοινωνία είτε σε ορισμένη κοινωνική ομάδα αξιών:
5. αυτοαπώθηση - συμμετοχή σε ενέργειες, οι οποίες δεν προκαλούν ικανοποίηση και προσλαμβάνονται ως εξωτερική αναγκαιότητα:
6. κοινωνική απομόνωση - αίσθηση καταφρόνησης, μη αποδοχής από τον περίγυρο.
Εκείνο που σαφώς απουσιάζει από τις περισσότερες εμπειρικές έρευνες είναι η θεωρητική και μεθοδολογική τεκμηρίωση. Η κοινωνία επιμερίζεται με ποικίλους τρόπους σε πληθώρα δειγμάτων - αντικειμένων χωρίς να προσδιορίζεται επακριβώς τι είναι η κοινωνία ως όλο και από ποιες νομοτέλειες διέπεται η ανάπτυξή της. Αυτό το φιλοσοφικό - μεθοδολογικό έλλειμμα εκδηλώνεται ανάγλυφα κατά τον προσδιορισμό εννοιών όπως: η προσωπικότητα, η ψυχική υγεία, η αποκλίνουσα συμπεριφορά κλπ.
Δεν σπανίζουν οι περιπτώσεις βιολογικοποίησης ψυχικών φαινομένων και ψυχολογικοποίησης κοινωνικών και οικονομικών φαινομένων (π.χ. ο ψυχισμός του ανέργου ως κύριο αίτιο της ανεργίας), η αυθαίρετη υπερεκτίμηση του βαθμού καθολικότητας κάποιου ήσσονος κλίμακας μηχανισμού ρύθμισης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και η κατασκευή σε αυτή τη βάση μοντέλου της κοινωνίας, είτε «απόδειξης» του καθολικού χαρακτήρα κάποιας πτυχής της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων. (βλ. π.χ. τους «φαύλους κύκλους» είτε τις ερμηνείες της αποκλίνουσας συμπεριφοράς).
Αλλά οι εν λόγω λανθάνουσες αρχές εκδηλώνονται και μέσω αποσιωπήσεων. Υπάρχουν πράγματι κάποιες απαγορευμένες ζώνες για την έρευνα. Πρόκειται κυρίως για τις ταξικές αντιθέσεις και συγκρούσεις, για τις σχέσεις ιδιοκτησίας και την όποια αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους, για τους μηχανισμούς ταξικής αλληλεγγύης σε εθνική και διεθνή κλίμακα κλπ.
Συχνά δίνεται η εντύπωση ότι επιδεικνύεται περισσότερη σπουδή στις τεχνικές και στα μοντέλα των μετρήσεων παρά στο τι ακριβώς είναι αυτό το οποίο μετράται ποιοτικά και ουσιαστικά.
Από την υπάρχουσα βιβλιογραφία δημιουργείται συχνά η εντύπωση ότι η εργαζόμενοι και άνεργοι είναι δύο λίγο πολύ ανεξάρτητες, αυθύπαρκτες και οριοθετημένες ομάδες πληθυσμού - καταστάσεις.
Δεν υπάρχει λοιπόν μια συσχέτιση των επιπτώσεων της ανεργίας:
1) με τον χαρακτήρα της προηγούμενης εργασίας και της διαθέσιμης κατάρτισης, και
2) με τον τύπο της προσωπικότητας.
Απουσιάζουν επίσης τα στοιχεία για τις κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της ανεργίας όχι μόνο στους ανέργους, αλλά και στο σύνολο της εργατικής τάξης (απασχολούμενων και ανέργων).
Οι παραπάνω αδυναμίες σημαντικού μέρους της βιβλιογραφίας εξηγούν και την διατύπωση αντιφατικών και αλληλοαποκλειόμενων ισχυρισμών (βλ. π.χ. την περίπτωση της αιτιώδους συσχέτισης ψυχικής υγείας και ανεργίας).
Τα παραπάνω δεν αναιρούν την αξία των εν λόγω ερευνών ως υλικού για κριτικό και συνθετικό θεωρητικό αναστοχασμό.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Η χρόνια διαρθρωτική ανεργία αποτελεί ενδημικό φαινόμενο της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα την καθιστά ακόμα πιο επώδυνη για την εργατική τάξη. Μιαν εργατική τάξη κατακερματισμένη, ιδιωτεύουσα μάζα αγχωμένων από την απροσδιοριστία και την αβεβαιότητά τους, μονίμως μετεκπαιδευόμενων, επανακαταρτιζόμενων και διαθέσιμων προς κάθε χρήση του κεφαλαίου απασχολήσιμων. Μιαν εργατική τάξη που όσο πιο ευνουχισμένη θα είναι κοσμοθεωρητικά, οργανωτικά και πολιτικά, τόσο πιο πρόσφορη θα είναι για περαιτέρω χειραγωγήσεις και υπερεκμετάλλευση. Η ύπαρξη μιας ευρείας ζώνης φτωχών υποαπασχολούμενων και ανέργων επιτείνει τον κατακερματισμό και λειτουργεί ως ρυθμιστικός μοχλός «απορύθμισης» και «ευελιξίας» των όρων της εκμετάλλευσης εκ μέρους του σύγχρονου αστικού κρατικού παρεμβατισμού. Ο τελευταίος στις σύγχρονες συνθήκες δεν παραιτείται απλώς από τις παραδοσιακές λειτουργίες του «κράτους πρόνοιας» στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης και της κοινωνίας (οργανωμένη εκπαίδευση, υγεία, κοινωνική προστασία, κοινωνική συνοχή κλπ.), αλλά επιχειρεί με τον στρατηγικό προγραμματισμό του να μεταθέσει αυτές τις λειτουργίες στους άμεσα θιγόμενους απ’ αυτές τις αλλαγές. Οι κονδυλοφόροι της πλέον επιθετικής αστικής τάξης, μπροστά στο φάσμα ανεξέλεγκτων εκρήξεων, σπεύδουν να προτείνουν παρελκυστικούς μηχανισμούς συναίνεσης, εκτόνωσης και συγκάλυψης των εντάσεων με τη δημιουργία δομών αλληλεγγύης εκτός αγοράς και κράτους με τη συγκρότηση υποκατάστατων καταργούμενων λειτουργιών του κράτους. Προτείνουν ουσιαστικά την εμβάθυνση στις νέες ιστορικές συνθήκες της άντλησης υπεραξίας μέσω της εκμετάλλευσης και αυτού του αναγκαστικού ελεύθερου χρόνου ανέργων και υποαπασχολούμενων. Πρόκειται για μιαν ακόμα κυνική βαρβαρότητα της απολογητικής αγοραίας «επιστήμης» που προβάλλεται με το μανδύα της προαγωγής μιας φιλανθρωπικής αγαθοεργίας. Κύριος στόχος παραμένει και εδώ η κατά το δυνατό καθυστέρηση της ανασύνταξης της εργατικής τάξης σε «τάξη δι εαυτήν».[42]
Ωστόσο οι μέχρι τώρα επιτυχίες του κεφαλαίου σ΄αυτή την κατεύθυνση αδυνατούν να υπερβούν τις καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές τάσεις της αντιφατικής ανάπτυξής του. Η νομοτελειακά επικείμενη ανασύνταξη του παγκόσμιου επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος προϋποθέτει και τη θεωρητική διάγνωση των τάσεων ανάπτυξης των παγκοσμιοποιούμενων παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής της εποχής.Προϋποθέτει επίσης και τη διερεύνηση των αντιφατικών κοινωνικών και ψυχολογικών (συνειδητών και ασυνείδητων) πτυχών αυτών των τάσεων ,καθώς και των τρόπων με τους οποίους αυτές βιώνονται από τα διάφορα τμήματα της παγκόσμιας εργατικής τάξης.
Το κείμενο αυτό βασίζεται σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του ΙΝΕ - ΓΣΕΕ.
Νοέμβριος 1997
[1] К. Мαρξ. Το κεφάλαιο, εκδόσεις Σ.Ε, τόμ. 1, σελ. 668.
[2] Το ίδιο, σελ. 655.
[3] Вλέπε στο ίδιο, σελ. 656.
[4] Вλέπε στο ίδιο, σελ. 627.
[5] К. Мαρξ. Grundrisse, ρωσική έκδοση: Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Έργα, τ. 46, μ.ΙΙ, σελ. 207-208.
[6] Вλέπε Λινάρδος - Ρυλμόν. Τι είναι η εργασία και σε τι χρησιμεύει, στο: Όψεις των Νέων Τεχνολογικών εξελίξεων. Πρακτικά συζητήσεων του Μαρξιστικού Ομίλου Οικονομικών και Κοινωνικών Μελετών. Αθήνα, 26\11\96 και 10\12\96.
[7] Вλέπε στο ίδιο.
[8] Вλέπε Ζωή Σκύφτη. Νέες μορφές απασχόλησης, ΙΝΕΕ \ ΓΣΕΕ, 1992, Κ. Κασιμάτη - Ε. Άλισον: Η μορφολογία της δεύτερης απασχόλησης. ΕΚΚΕ, 1989.
[9] Απογευματινή, Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 1997.
[10] Στο ίδιο, και Ριζοσπάστης 31 Αυγούστου, 1997.
[11] Στο ίδιο.
[12] Ριζοσπάστης, 31 Αυγ., 1997.
[13] Η γεωγραφική κατανομή της ανεργίας, στο: Ενημέρωση, του ΙΝΕ - ΓΣΕΕ τεύχος 20, Δεκέμβ., 1996, σελ. 14.
[14] Στο ίδιο, και Αγγελιοφόρος, 18 Σεπτεμβρίου 1997.
[15] Кαθημερινή, 22 Αυγούστου, 1996.
[16] Вλέπε σχετικά: Κ. Μπατίκα, Συνδικάτα και Πολιτική, σελ. 35-45.
[17] В .Ι. Λένιν. άπαντα, ρωσ. Έκδ., τ.39. σελ. 15.
[18] Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη είναι το ερωτηματολόγιο (99 ανοικτά ερωτήματα) του Κ. Μαρξ που δημοσιεύθηκε στις 20\4\1880 στο Νο 4 του περιοδικού «La Revue socialiste», (βλέπε Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Έργα, τ. 19, σελ. 233-240.
[19] Βλέπε σχετικά: Κ. Μπατίκα, Συνδικάτα και Πολιτική, σελ. 340-342. Α. Α. Γκάλκιν, Β. Ν. Κότοφ κ.α. Η κεφαλαιοκρατία σήμερα: Παράδοξα της ανάπτυξης., Μ. 1989 Λ. Λ. Κιστέρσκι. Ο σύγχρονος μηχανισμός χρηματιστικής εκμετάλλευσης των αναπτυσσόμενων χωρών. Κίεβο, 1988, Η οικονομία των ξένων χωρών. Μ., 1990. Ι.Β. Ζουμπάροφ, Ι.Κ. Κλιούτσνικοφ. Ο μηχανισμός οικονομικής ανάπτυξης των πολυεθνικών εταιριών. Μ. 1990. Σύγχρονη κεφαλαιοκρατία : οικονομικός μηχανισμός και επιστημονικοτεχνική πρόοδος, Μ. 1989 κ.α.
[20] Veroff J., Douvan, E. And Kulka, R.A. (1981). The Inner Amerikan, New York. Basic Books.
[21] Yankelovich D. New Rules, p. 152.
[22] Вλέπε: Campbell, A., Converse, P.E. and Rodgers, W. L. (1976). The Quality of Amerikan Life. New York: Sage.
[23] Вλέπε Κον Ι. Σ. Αναζητώντας τον Εαυτό. Η προσωπικότητα και η αυτοσυνείδησή της. Μ. 1984., σελ. 131-133.
[24] Вλ. π.χ. Merzberg, F., Mausner, B. And Snyderman, B. (1959) The Motivation to work. New York: Wiley, Fridman G. Ou va le travail humain, P. 1965. (ελληνική έκδοση: Κάλβος, Αθήνα. 1984),
[25] Βλ. τις σχετικές εργασίες του M. Weber, στο: Gesammelte Aufsatze zur Religionssoziologie. Bd. 1-3, Tub., 1978-1986.
[26] Σ. Καράγιωργας: διαστάσεις της φτώχειας στην Ελλάδα, τομ. Α-Β, Αθήνα, 1990. Φάκελος: Εισοδηματικές ανισότητες και φτώχεια. Επιλογή κειμένων Κ. Κασιμάτη. Πάντειο Πανεπιστήμιο... Αθήνα, 1992. Β. Χόφμαν. Εξαθλίωση, στο: ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ, εκδ. Επίκουρος, 1973, σελ. 33-74.
[27] Βλ. Vertef M. L’ ouvrier francais. Le travail ouvrier, p. 75.
[28] Διαστάσεις της φτώχειας στην Ελλάδα. ΕΚΚΕ. Σ. Καράγιωργας κ.α.τόμος Β., Αθήνα 1990, σελ. 463.
[29] Кατσικά Χ. και Καββαδία Γ. Η ελληνική εκπαίδευση στον ορίζοντα του 2000, Gutenberg, Αθήνα, 1996, των ίδιων: Η ανισότητα στην Ελληνική εκπαίδευση. Αθήνα 1994.
[30] Fletcher, B. (1983) Marital relationships as a couse of death: an analysis of occupational mortality and hidden consequences of marriage - some V. K. Data. Human Relations 36, 123-3.
[31] Σ. Μπαμπανάσης. Η διαδικασία εξάλειψης της φτώχειας στην Ελλάδα. Ε. Ευρ. Κ. Ν. 4, 1983, σελ. 305.
[32] Brenner, M. Harrey (1977) Personal stability and economic security. Social Policy, 8, 3.
[33] Κοινωνικές επιπτώσεις, στο ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ του ΙΝΕ\ΓΣΕΕ, τ. 20, Δεκ., 1996, σελ. 15.
[34] Wilcock,, R. And W. Franke. Unwanted Workers: Permanent Layoffs and Long - ferm Unemployment. New York: Free Press, 1963, p. 93.
[35] Βλέπε Σταθόπουλος Α. Πέτρος. Απασχόληση και ψυχική διαταραχή. Επιθεώρηση κοινωνικών, Ν.66, 1987..
[36] βλ. Μαδιανός Μ. Κοινωνία και ψυχικές διαταραχές. Επιθεώρηση κοινωνικών ερευνών Ν. 39 - 40, 1980, Πλ. Κεχαγιά, Απογευματινή 20\12\1992 και ΕΘΝΟΣ, «Η ανεργία βλάπτει σοβαρά την υγεία», 27\71995.
[37] Π. Λινάρδος - Ρυλμόν, Άνεργοι και οικογένεια, Οικονομ. Ταχυδρόμος, 23\11\1995.
[38] Futnham, A. Altitudes foward the unemployed reciving social security benefits - Human Relations, 1982, N.2, P.135-150.
[39] Мηνακάκης Β. Όταν η βιολογία συναντά τον ρατσισμό. Πριν 26\10\1997.
[40] Βλ. π.χ. Levis, Oscar: La Vida - A Puerto Rivas Family in the Culture of Poverty, Randon, N.Y. Secker, London, 1966.
[41] Βλέπε σχετικά: K. Marx. Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1975, Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς. Η γερμανική ιδεολογία, Αθήνα Gutenberg, τ. 1-2, 1979. Κ. Μαρξ. Το κεφάλαιο, τ. 1-3, Σ.Ε. Κ. Μαρξ. Θεωρίες για την υπεραξία, μέρη 1-3. Σ. Ε. Κ. Μαρξ Grundisse, τ. Α,Β,Γ, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1989.
[42] Вλ. J. Rifkin. Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της. Νέα Σύνορα - Α.Α.Λιβάνη, Αθήνα 1996.