Thursday, November 30, 2006

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ - Ασκητική

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

ΑΣΚΗΤΙΚΗ

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή. Ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.

Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή. Κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) Ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία. β) Ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει. Σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές. Μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.

Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει - φυτά, ζώα, ανθρώπους - στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.

Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ' όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυπτες ορμές. Και με τ' όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.

--------------

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

ΠΡΩΤΟ ΧΡΕΟΣ

Ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: Όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου.

Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει, μέσα στο κρανίο μου. Στο ένα μελίγγι μου ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος.

Τ' άστρα λάμπουν μέσα στο μυαλό μου, οι ιδέες, οι ανθρώποι και τα ζώα βόσκουν μέσα στο λιγόχρονο κεφάλι μου, τραγούδια και κλάματα γιομώνουν τα στρουφιχτά κοχύλια των αυτιών μου και τρικυμίζουν μια στιγμή τον αγέρα.

Σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γης, αφανίζουνται.

«Εγώ μονάχα υπάρχω!» φωνάζει ο νους.

«Μέσα στα κατώγια μου, οι πέντε μου ανυφάντρες δουλεύουν, υφαίνουν και ξυφαίνουν τον καιρό και τον τόπο, τη χαρά και τη θλίψη, την ύλη και το πνέμα.

Όλα ρέουν τρογύρα μου σαν ποταμός, χορεύουν, στροβιλίζουνται, τα πρόσωπα κατρακυλούν σαν το νερό, το χάος μουγκρίζει.

Μα εγώ, ο Νους, με υπομονή, με αντρεία, νηφάλιος μέσα στον ίλιγγο, ανηφορίζω. Για να μην τρεκλίσω να γκρεμιστώ, στερεώνω απάνω στον ίλιγγο σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, ανοίγω δρόμους, οικοδομώ την άβυσσο.

Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα που γεννώ, τα ξεχωρίζω βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές πραχτικές μου ανάγκες.

Βάνω τάξη στην αναρχία, δίνω πρόσωπο, το πρόσωπό μου, στο χάος.

Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερή μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ. Δε με νοιάζει. Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερό, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες: Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα! Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα.

Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειό μου ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω.

Είμαι ο αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία κι πράξη. Είναι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει.»

Χωρίς μάταιες ανταρσίες να δεις και να δεχτείς τα σύνορα του ανθρωπίνου νου, και μέσα στ' αυστηρά τούτα σύνορα αδιαμαρτύρητα, ακατάπαυτα να δουλεύεις - να ποιο είναι το πρώτο σου χρέος.

Με αντρεία, με σκληρότητα στερέωσε απάνω στο σαλευόμενο χάος το καταστρόγγυλο, το καταφώτιστο αλώνι του νου, ν' αλωνίσεις, να λιχνίσεις, σα νοικοκύρης, τα σύμπαντα.

Καθαρά να ξεχωρίσεις κι ηρωικά να δεχτείς τις πικρές γόνιμες τούτες, ανθρώπινες, σάρκα από τη σάρκα μας, αλήθειες:

Α) Ο νους του ανθρώπου φαινόμενα μονάχα μπορεί να συλλάβει, ποτέ την ουσία.

Β) Κι όχι όλα τα φαινόμενα, παρά μονάχα τα φαινόμενα της ύλης.

Γ) Κι ακόμα στενώτερα: όχι καν τα φαινόμενα τούτα της ύλης, παρά μονάχα τους μεταξύ τους συνειρμούς.

Δ) Κι οι συνειρμοί τούτοι δεν είναι πραγματικοί, ανεξάρτητοι από τον άνθρωπο. Είναι κι αυτοί γεννήματα του ανθρώπου.

Ε) Και δεν είναι οι μόνοι δυνατοί ανθρώπινοι. Παρά μονάχα οι πιο βολικοί για τις πραχτικές και νοητικές του ανάγκες.

Μέσα στα σύνορα τούτα, ο νους είναι ο νόμιμος απόλυτος μονάρχης. Καμιά άλλη εξουσία στο βασίλειό του δεν υπάρχει.

Αναγνωρίζω τα σύνορα τούτα, τα δέχουμαι μ' εγκαρτέρηση, γενναιότητα κι αγάπη, κι αγωνίζουμαι μέσα στην περιοχή τους άνετα σα να 'μουν ελεύτερος.

Υποτάζω την ύλη, την αναγκάζω να γίνει καλός αγωγός του μυαλού μου. Χαίρουμαι τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους, τους θεούς σαν παιδιά μου. Όλο το Σύμπαντο το νιώθω να σοφιλιάζει απάνω μου και να με ακλουθάει σα σώμα.

Σε άξαφνες, φοβερές στιγμές αστράφτει μέσα μου: «Όλα τούτα είναι παιχνίδι σκληρό και μάταιο, δίχως αρχή, δίχως τέλος, δίχως νόημα.» Μα ξαναζεύουμαι, πάλι, γοργά στον τροχό της ανάγκης, κι όλο το Σύμπαντο ξαναρχινάει γύρα τρογύρα μου την περιστροφή του.

Πειθαρχία, να η ανώτατη αρετή. Έτσι μονάχα σοζυγιάζεται η δύναμη με την επιθυμία και καρπίζει η προσπάθεια του ανθρώπου.

Να πώς με σαφήνεια και με σκληρότητα να καθορίζεις την παντοδυναμία του νου μέσα στα φαινόμενα και την ανικανότητα του νου πέρα από τα φαινόμενα - πρι να κινήσεις για τη λύτρωση. Αλλιώς δεν μπορείς να λυτρωθείς.

--------------

ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΡΕΟΣ

Δε δέχουμαι τα σύνορα, δε με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγουμαι! Την αγωνία τούτη βαθιά, αιματερά να τη ζήσεις, είναι το δεύτερο χρέος.

Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει. Μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.

Να υποτάξω τη γης, το νερό, τον αγέρα, να νικήσω τον τόπο και τον καιρό, να νιώσω με ποιους νόμους αρμολογούνται κι έρχουνται και ξανάρχουνται οι αντικαθρεφτισμοί που ανεβαίνουν από την πυρωμένη έρημο του νου, τι αξίαν έχει;

Ένα μονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυτη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη ασάλευτη παρουσία.

Αν ο νους δεν μπορεί, δεν είναι έργο του να επιχειρήσει πέρα από τα σύνορα την ηρωικήν απελπισμένην έξοδο, να 'ταν να μπορούσε η καρδιά μου!

Πέρα! Πέρα! Πέρα! Πέρα από τον άνθρωπο ζητώ το αόρατο μαστίγι που τον βαράει και τόνε σπρώχνει στον αγώνα. Πέρα από τα ζώα ενεδρεύω να δω το πρόσωπο το αρχέγονο που μάχεται δημιουργώντας, συντρίβοντας, ξαναχύνοντας τις αρίφνητες μάσκες να τυπωθεί στο ρεούμενο κρέας, Πέρα από τα φυτά αγωνίζουμαι να ξεχωρίσω τα πρώτα παραπατήματα του Αόρατου μέσα στη λάσπη.

Μια προσταγή μέσα μου:

- Σκάψε! Τι βλέπεις;

- Ανθρώπους και πουλιά, νερά και πέτρες!

- Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;

- Ιδέες κι ονείρατα, αστραπές και φαντάσματα.

- Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;

- Δε βλέπω τίποτα! Νύχτα βουβή, πηχτή σα θάνατος. Θα'ναι ο θάνατος.

- Σκάψε ακόμα!

- Αχ! Δενμπορώ να διαπεράσω το σκοτεινό μεσότοιχο! Φωνές γρικώ και κλάματα, φτερά γρικώ στον άλλον όχτο!

- Μην κλαις! Μην κλαις! Δεν είναι στον άλλον όχτο! Οι φωνές, τα κλάματα και τα φτερά είναι η καρδιά σου!

Πέρα από το νου, στον ιερό γκρεμό της καρδιάς, ακροποδίζω τρέμοντας. Το ένα μου πόδι αδράχνεται από το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά απάνω από την άβυσσο.

Ψυχανεμίζουμαι πίσω απ' όλα τούτα τα φαινόμενα μια μαχόμενη ουσία. Θέλω να σμίξω μαζί της.

Ψυχανεμίζουμαι πως κι η μαχόμενη ουσία πολεμάει πίσω από τα φαινόμενα να σμίξει με την καρδιά μου. Μα το σώμα στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει. Ο νους στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει.

Ποιο είναι το χρέος μου; Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν' ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.

Περπατώ στ' αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.

Ο νους: «Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν' αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.»

Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ας την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: «Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν' αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»

Ο νους: «Λαγαρό κι ανέλπιδο είναι το μάτι μου και θεάται τα πάντα. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι, μια παράσταση που δίνουν οι πέντε θεατρίνοι του κορμιού μου. Κοιτάζω με απληστία, με ανείπωτη περιέργεια, και δεν έχω την αφέλεια του χωριάτη να πιστέψω, και ν' ανέβω απάνω στη σκηνή επεμβαίνοντας στην αιματερή κωμωδία. Είμαι ο θαυματοποιός φακίρης που ακίνητος, καθούμενος στο σταυροδρόμι των αιστήσεων, θεάται να γεννιέται και ν' αφανίζεται ο κόσμος, θεάται τα πλήθη να σαλεύουν και να φωνάζουν στα πολύχρωμα μονοπάτια της ματαιότητας. Καρδιά, απλοϊκή καρδιά, γαλήνεψε και υποτάξου!»

Μα η καρδιά ανατινάζεται και φωνάζει: «Είμαι ο χωριάτης και πηδώ απάνω στη σκηνή κι επεμβαίνω στην πορεία του κόσμου! Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.»

Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος: Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;

Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα. Μα μέσα μου νογώ να στροφιλίζουνται όλες οι δυνάμες του Σύμπαντου.

Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν, ν' ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω. Άλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου.

Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.

Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα. Οδεύω σ' ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα. Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό βάραθρο. Μια άλλη δύναμη με συντραβάει ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο.

Δεν είμαι ο κατάδικος που τον ποτίσαν κρασί για να θολώσει το μυαλό του. Με λαγαρά τα φρένα, νηφάλιος, δρασκελώ το ανάμεσα στους δυο γκρεμούς μονοπάτι.

Και μάχουμαι πώς να γνέψω στους συντρόφους, προτού πεθάνω. Να τους δώσω το χέρι μου, να προφτάσω να συλλαβίζω και να τους ρίξω έναν ακέραιο λόγο. Να τους πω τι φαντάζουμαι πως είναι τούτη η πορεία. Και κατά πού ψυχανεμίζουμαι πως πάμε, Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί το περπάτημα και την καρδιά μας.

Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό να προφτάσω να πω στους στυντρόφους!

Ναι, σκοπός της Γης δεν είναι η ζωή. Δεν είναι ο άνθρωπος. Έζησε χωρίς αυτά, θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες της βίαιης περιστροφής της.

Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά, ας σμίξουμε τις καρδιές μας, ας δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης, όσο δεν έρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί, πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν, ας δημιουργησουμε έναν εγκέφαλο και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε ένα νόημα ανθρώπινο στον υπερανθρώπινον αγώνα!

Τούτη η αγωνία είναι το δεύτερο χρέος.

--------------

ΤΡΙΤΟ ΧΡΕΟΣ

Ο νους βολεύεται. Θέλει να γιομώσει μ' έργα μεγάλα τη φυλακή του, το κρανίο. Να χαράξει στους τοίχους ρητά ηρωικά, να ζωγραφίσει στις αλυσίδες του φτερούγες ελευτερίας.

Η καρδιά δεν βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουγκράζεται στον αγέρα. Κι η καρδιά, γιομάτη ελπίδα, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες. Και σε μιαν αστραπή της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες.

Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι αιματωμένη, έχασε πάλι την ελπίδα και την ξαναπιάνει ο Μέγας Φόβος.

Καλή η στιγμή, παράτα πίσω σου το νου και την καρδιά, τράβα μπροστά, κάμε το τρίτο βήμα.

Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδιάς που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία.

Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος.

Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει. Δουλεύουμε κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει, να μας πλερώσει το μεροκάματό μας. Δεν ξενοδουλεύουμε. Εμείς είμαστε οι αφέντες. Το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας, σάρκα μας κι αίμα μας.

Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε, πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί, τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι ιδέες ανηφορίζουν στην κεφαλή μας.

Σε ποια εποχή του αμπελιού σού έλαχε ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα; Στον τρύγο; Στα ξεφαντώματα; Όλα είναι ένα.

Σκάβω και χαίρουμαι όλον τον κύκλο του σταφυλιού, τραγουδώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου, μεθυσμένος από το μελλούμενο κρασί.

Κρατώ το γιομάτο ποτήρι και ξαναζώ το μόχτο του παππού και του πρόπαππου. Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο.

Είμαι ένα σακί γιομάτο κρέας και κόκαλα, αίμα, ιδρώτα και δάκρυα, επιθυμίες και οράματα.

Κυλιούμαι μια στιγμή στον αγέρα, αναπνέω, χτυπάει η καρδιά μου, ο νους μου φέγγει, και ξαφνικά η γης ανοίγει και χάνουμαι.

Μέσα στο εφήμερο ραχοκόκαλό μου δυο αιώνια ρέματα ανεβοκατεβαίνουν. Μέσα στα σωθικά μου ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζουνται. Αγαπιούνται και μισούνται, παλεύουν.

Ο άντρας πλανταμένος φωνάζει: «Είμαι η σαγίτα που θέλει να σκίσει το στημόνι, να τιναχτεί όξω από τον αργαλειό της ανάγκης. Να ξεπεράσω το νόμο, να συντρίψω τα κορμιά, να νικήσω το θάνατο. Είμαι ο Σπόρος!»

Κι η άλλη, βαθιά μαυλιστική φωνή, η γυναικίσια, αποκρίνεται γαληνεμένη και σίγουρη: «Κάθουμαι διπλοπόδι απάνω στο χώμα, αμολώ τις ρίζες μου βαθιά στα μνήματα. Δέχομαι το σπόρο ακίνητη και τον θρέφω. Είμαι όλη γάλα κι ανάγκη. Και λαχταρώ να γυρίσω πίσω, να κατεβώ στο ζώο, να κατεβώ πιο χαμηλά, στο δέντρο, μέσα στις ρίζες και στα χώματα, να μη σαλεύω. Κρατώ σκλαβώνω την πνοή, δεν την αφήνω να πετάξει. Μισώ τη φλόγα που ανεβαίνει. Είμαι η Μήτρα!»

Αφουγκράζομαι τις δυο φωνές τους. Δικές μου είναι κι οι δυο και τις χαίρουμαι καμιά δεν αρνιέμαι. Ένας χορός των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου. Ένας αντίχορος της απάρνησης των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου.

Αρίφνητες δυνάμες ορατές κι αόρατες αγάλλουνται και με ακολουθούν, όταν με αγωνία, ενάντια στο παντοδύναμο ρέμα, ανηφορίζω.

Αρίφνητες δυνάμες ορατές κι αόρατες ανακουφίζουνται και γαληνεύουν όταν, κατηφορίζοντας, γυρίζω πίσω στα χώματα.

Ρέει η καρδιά μου. Δε ζητώ την αρχή και το τέλος του κόσμου. Ακολουθώ το φοβερό ρυθμό του και πάω.

Αποχαιρέτα τα πάντα κάθε στιγμή. Στύλωνε τη ματιά σου αργά, παθητικά στο καθετί και λέγε: Ποτέ πια!

Αγνάντευε γύρα σου: Όλα τούτα τα κορμιά που κοιτάς θα σαπίσουν. Σωτηρία δεν υπάρχει.

Κοίταξε: Ζούνε, δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν. Κοίταξε πάλι: Τίποτα δεν υπάρχει!

Ανεβαίνουν από τα χώματα οι γενεές των ανθρώπων και ξαναπέφτουν πάλι στα χώματα.

Σωριάζεται, πληθαίνει, ανεβαίνει ως τον ουρανό η αρετή κι η προσπάθεια του ανθρώπου.

Πού πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και τη χαίρουμαι όλη.

Καλή είναι η ζωή, καλός ο θάνατος, η Γης στρογγυλή και στέρεη, σα στήθος γυναικός στις πολυκάτεχες παλάμες μου.

Δίνουμαι σε όλα. Αγαπώ, πονώ, αγωνίζουμαι. Ο κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος από το νου, η καρδιά μου ένα μυστήριο σκοτεινό και παντοδύναμο.

Αν μπορείς, Ψυχή, ανασηκώσου απάνω από τα πολύβουα κύματα και πιάσε μ' ένα κλωθογύρισμα του ματιού σου όλη τη θάλασσα. Κράτα καλά τα φρένα σου να μη σαλέψουν. Κι ολομιάς βυθίσου πάλι στο πέλαγο και ξακλούθα τον αγώνα.

Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθιογάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε!

Γιατί ο Ατλαντικός είναι καταρράχτης, η Νέα Γης υπάρχει μονάχα στην καρδιά του ανθρώπου, και ξαφνικά, σε στρόβιλο βουβό, θα βουλιάξεις στον καταρράχτη του θανάτου και συ κι όλη η γαλέρα του κόσμου.

Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!

Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν' αφανίζουνται, και λέω: «Αυτό θέλω!»

Ξέρω τώρα. Δεν ελπίζω τίποτα. Δε φοβούμαι τίποτα. Λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.

--------------

Η ΠΟΡΕΙΑ

Μα ξάφνου μια σπαραχτικιά κραυγή μέσα μου: «Βοήθεια!» Ποιος φώναξε;

Μάζωξε τη δύναμή σου κι αφουγκράσου. Όλη η καρδιά του ανθρώπου είναι μια κραυγή. Ακούμπησε απάνω στο στήθος σου να την ακούσεις. Κάποιος μέσα σου αγωνίζεται και φωνάζει.

Χρέος σου, σε πάσα στιγμή, μέρα και νύχτα, σε χαρά και σε θλίψη, μέσα από την καθημερινήν ανάγκη, να ξεχωρίσει την Κραυγή τούτη, να την ξεχωρίσεις ορμητικά ή συγκρατημένα, όπως βολεί στη φύση σου, γελώντας ή κλαίγοντας, ενεργώντας ή στοχαζόμενος, και να μάχεσαι να νιώσεις ποιος είναι αυτός που κιντυνεύει και φωνάζει.

Και πώς μπορούμε εμείς να στρατευτούμε, όλοι μαζί, και να τόνε λευτερώσουμε.

Μέσα στην πιο μεγάλη χαρά μας, ένας μέσα μας φωνάζει: «Πονώ! Θέλω να ξεφύγω από τη χαρά σου! Πλαντώ!»

Μέσα στην πιο μεγάλη απελπισία μας, ένας μέσα μας φωνάζει: «Δεν απελπίζουμαι! Παλεύω! Γαντζώνουμαι απάνω από την κεφαλή σου, ξεθηκαρώνω από το σώμα σου, ξεθηκαρώνω από τη γης, δε χωρώ σε μυαλά, σε ονόματα, σε πράξες!»

Μέσα από την πιο πλατιά αρετή μας ένας ανασηκώνεται, απελπισμένος, και φωνάζει: «Στενή είναι η αρετή, δεν μπορώ ν' αναπνέψω. Μικρός, στενός είναι ο Παράδεισος, δεν με χωράει. Σαν άνθρωπος μου φαίνεται ο Θεός σας, δεν τον θέλω!»

Ακούω την άγρια κραυγή κι ανατινάζουμαι. Μέσα μου, η αγωνία που ανηφορίζει συντάζεται, για πρώτη φορά, σε ακέραιη ανθρώπινη φωνή, στρέφεται κατά πρόσωπο και με φωνάζει - καθαρά, με τ' όνομά μου, με τ' όνομα του γονιού μου και της ράτσας μου!

Είναι η μεγάλη κρίσιμη στιγμή. Είναι το σύνθημα της Πορείας. Αν δεν ακούσεις την Κραυγή τούτη να σκίζει τα σωθικά σου, μην ξεκινήσεις!

Ξακλούθα με υπομονή, με υποταγή την ιερή θητεία σου στον πρώτο, στο δεύτερο, στον τρίτο βαθμό της προετοιμασίας.

Κι αφουκράζου: Στον ύπνο, στον έρωτα, στη δημιουργία, σε μιαν αφιλόκερδή σου περήφανη πράξη ή μέσα σε βαθιά απελπισμένη σιωπή, ξάφνου μπορεί ν' ακούσεις την Κραυγή και να κινήσεις.

Ως τώρα έρεε η καρδιά μου, ανέβαινε, κατέβαινε με το Σύμπαντο. Μα ως άκουσα την Κραυγή, το σπλάχνο μου και το Σύμπαντο χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα.

Κάποιος μέσα μου κιντυνεύει, σήκωσε τα χέρια του και μου φωνάζει: «Σώσε με!» Κάποιος μέσα μου ανεβαίνει, παραπατάει και φωνάζει: «Βοήθεια!»

Ποια στράτα από τις δυο αιώνιες να διαλέξω; Ξαφνικά νογώ, από την απόφασή μου τούτη κρέμεται όλη μου η ζωή. Κρέμεται η ζωή του Σύμπαντου.

Από τις δυο στράτες, διαλέγω τον ανήφορο. Γιατί; Χωρίς νοητά επιχειρήματα, χωρίς καμιά βεβαιότητα. Κατέχω πόσο ανήμπορος στην κρίσιμη τούτη στιγμή είναι ο νους κι όλες οι μικρές βεβαιότητες του ανθρώπου.

Διαλέγω τον ανήφορο, γιατί κατά κει με σπρώχνει η καρδιά μου. «Απάνω! Απάνω! Απάνω!» φωνάζει η καρδιά μου, και την ακολουθώ μ' εμπιστοσύνη.

Νιώθω, αυτό ζητάει από μένα η τρομερή αρχέγονη Κραυγή. Πηδώ στο πλευρό της! Ταυτίζω τη μοίρα μου μαζί της.

Κάποιος μέσα μου αγωνίζεται ν' ανασηκώσει ένα βάρος, ν' αναμερίσει τη σάρκα και το νου, νικώντας τη συνήθεια, την τεμπελιά και την ανάγκη.

Δεν ξέρω από πού έρχεται και πού πάει. Μέσα στο εφήμερο στήθος μου αδράχνω την πορεία του, αφουκράζουμαι το αγκομαχητό του, ανατριχιάζω αγγίζοντάς τον.

Ποιος είναι; Στήνω το αυτί, θέτω σημάδια, οσμίζουμαι τον αγέρα, Ανηφορίζω, ψάχνοντας προς τ' απάνω, αγκομαχώντας.

Αρχίζει η φοβερή, η μυστική Πορεία.

--------------

Α' ΣΚΑΛΟΠΑΤΙ: ΕΓΩ

Δεν είμαι καλός, δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος! Αβάσταχτη είναι η ευτυχία κι η δυστυχία μου, είμαι γιομάτος άναρθρες φωνές και σκοτάδι. Κυλιούμαι όλο δάκρυα κι αίματα μέσα στη ζεστή τούτη φάτνη της σάρκας μου.

Φοβούμαι να μιλήσω. Στολίζουμαι με ψεύτικα φτερά, φωνάζω, τραγουδώ, κλαίω, για να συμπνίγω την ανήλεη κραυγή της καρδιάς μου.

Δεν είμαι το φως, είμαι η νύχτα. Μα μια φλόγα λοχίζει ανάμεσα στα σωθικά μου και με τρώει. Είμαι η νύχτα που την τρώει το φως.

Με κίντυνο, βαρυγκομώντας, τρεκλίζοντας μέσα στο σκοτάδι, πασκίζω να τιναχτώ από τον ύπνο, να σταθώ λίγη ώρα, όσο μπορώ, όρθιος.

Μια μικρή ανυπόταχτη πνοή μάχεται μέσα μου απελπισμένα να νικήσει την ευτυχία, την κούραση και το θάνατο.

Γυμνάζω σαν άλογο πολεμικό το σώμα μου, το συντηρώ λιτό, γερό, πρόθυμο. Το σκληραγωγώ και το σπλαχνίζουμαι. Άλλο άλογο δεν έχω.

Συντηρώ το μυαλό μου ακοίμητο, λαγαρό, ανήλεο. Το αμολώ να παλεύει ακατάλυτα και να κατατρώει, φως αυτό, το σκοτάδι της σάρκας. Άλλο αργαστήρι να κάνω το σκοτάδι φως δεν έχω.

Συντηρώ την καρδιά μου φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη. Νιώθω στην καρδιά μου όλες τις ταραχές και τις αντινομίες, τις χαρές και τις πίκρες της ζωής. Μα αγωνίζουμαι να τις υποτάξω σ' ένα ρυθμό ανώτερο από το νου, σκληρότερο από την καρδιά μου. Στο ρυθμό του Σύμπαντου που ανηφορίζει.

Η Κραυγή κηρύχνει μέσα μου επιστράτεψη. Φωνάζει: «Εγώ, η Κραυγή, είμαι ο Κύριος ο Θεός σου! Δεν είμαι καταφύγι. Δεν είμαι σπίτι κι ελπίδα. Δεν είμαι Πατέρας, δεν είμαι Γιος, δεν είμαι Πνέμα. Είμαι ο Στρατηγός σου!

Δεν είσαι δούλος μου, μήτε παιχνίδι στις απαλάμες μου. Δεν είσαι φίλος μου, δεν είσαι παιδί μου. Είσαι ο σύντροφός μου στη μάχη.

Κράτα γενναία τα στενά που σου μπιστεύτηκα. Μην τα προδώσεις! Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας.

Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω! Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ. Ακλούθα μου!

Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερό του ρυθμό είναι λεύτερος.

Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπός μου απάνω στη γης ετούτη.

Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.

Ν' αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους. Να ζητάς συντρόφους!

Να 'σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.

Πού πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!»

Σκύβω κι αφουκράζουμαι την πολεμική τούτη Κραυγή στα σωθικά μου. Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του Αρχηγού, ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές του.

Ναι, ναι, δεν είμαι τίποτα. Ένας αχνός φωσφορισμός απάνω στην ογρή πεδιάδα, ένα άθλιο σκουλήκι που σούρνεται κι αγαπάει, φωνάζει και μιλάει για φτερούγες, μια ώρα, δυο ώρες, κι ύστερα το στόμα του φράζει με χώματα. Άλλη απόκριση οι σκοτεινές δυνάμες δε δίνουν.

Μα μέσα μου, μια Κραυγή ανώτερή μου φωνάζει αθάνατη. Τι, θέλοντας και μη, είμαι κι εγώ, σίγουρα, ένα κομμάτι από τ' ορατό κι αόρατο Σύμπαντο. Είμαστε ένα. Οι δυνάμες που δουλεύουν εντός μου, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και ζω, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και πεθαίνω είναι, σίγουρα, και δικές του δυνάμες.

Δεν είμαι ένα μετέωρο αρίζωτο στον κόσμο. Είμαι χώμα από το χώμα του και πνοή από την πνοή του.

Δε φοβούμαι μοναχός, δεν ελπίζω μοναχός, δε φωνάζω μοναχός μου. Μια παράταξη μεγάλη, μια φόρα του Σύμπαντου φοβάται, ελπίζει, φωνάζει μαζί μου.

Είναι ένα πρόχειρο γιοφύρι, και Κάποιος αποπάνω μου περνάει και γκρεμίζουμαι ξοπίσω του. Ένας Αγωνιστής με διαπερνάει, τρώει τη σάρκα μου και το μυαλό μου, ν' ανοίξει δρόμο, να γλιτώσει από μένα. Όχι εγώ, Αυτός φωνάζει!

--------------

Β' Η ΡΑΤΣΑ

Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ. Πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου.

Οι νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώμα. Γενήκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνέεις το χνότο τους. Γενήκαν ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη.

Οι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουν, μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.

Το πρώτο σου χρέος, πλαταίνοντας το εγώ σου, είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γης, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου.

Δεν είσαι ένας. Είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπά σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερό σου, ξοπίσω σου.

Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας.

Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας πρόπαππος αφρίζει στο στόμα σου. Όταν αγαπάς ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέται. Όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου.

Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου, και μαζώνονται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.

«Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!» φωνάζουν μέσα σου οι νεκροί. «Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε. Πρόφρασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν προφτάσαμε να κάμουμε έργα τις ιδέες μας. Κάμε τις έργα εσύ! Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε και να στερεώσουμε το πρόσωπο της ελπίδας μας. Στερέωσέ το εσύ!

Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου και φωνάζουμε. Όχι, δε φύγαμε, δεν ξεκορμίσαμε από σένα, δεν κατεβήκαμε στη γης. Μέσα από τα σωθικά σου ξακλουθούμε τον αγώνα. Λύτρωσέ μας!»

Δε φτάνει ν' ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δε φτάνει να τους νιώθεις να παλεύουν μπροστά από το κατώφλι του νου σου. Όλοι χύνουνται να πιαστούν από το ζεστό μυαλό σου, ν' ανέβουν πάλι στο φως της μέρας.

Μα εσύ να ξεδιαλέγεις. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αιμάτου σου και ποιος ν' ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα.

Μην τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος, να λες, είναι ταπεινός, σκοτεινός, σα ζώο. Να φύγει! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος, πιο ζωντανός από μένα. Ας πιει το αίμα μου όλο!

Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούλησή τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο. Αυτό είναι το δεύτερό σου χρέος.

Γιατί δεν είσαι μονάχα σκλάβος. Ευτύς ως γεννήθηκες, μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρυκυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σογιού σου.

Φέρνεις, θες δε θες, ένα νέο ρυθμό. Μια νέα επιθυμία, μια νέα ιδέα, μια θλίψη καινούργια. Θες δε θες, πλουτίζεις το πατρικό σου το σώμα.

Κατά πού θα κινήσεις; Πώς θ' αντικρίσεις τη ζωή και το θάνατο, την αρετή και το φόβο; Όλη η γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία.

Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξή σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου.

Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Ως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργάς την κοίτη όπου θα μπει και θα οδέψει ο ποταμός των απόγονων.

Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου.

Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.

«Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!» Τ΄ όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει.

Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί. Πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου και οι ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά κι από το μυαλό σου.

Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου τ' ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζουν της εδικής σου ράτσας.

Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του, που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται.

Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά.

Όπως μάχεσαι για το μικρό σου το σώμα, πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.

Πώς μπορείς να 'σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν αλάκερο το μεγάλο σου το σώμα; Πώς μπορείς να σωθείς, αν δε σωθεί αλάκερό σου το αίμα; Ένας από τη ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου σαπίζει.

Να ζεις βαθιά, όχι σαν ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα, την ταυτότητα τούτη.

Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν' ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν' απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα.

Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στέρεα από το κλαρί, κι είτε σα φύλλο, είτε σαν άνθος, είτε σαν καρπός, να σαλεύει μέσα σου, ν' ανανεώνεται και ν' αναπνέει αλάκερο το δέντρο.

Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.

Αγωνία μέσα σου. Κάποιος παλεύει να φύγει, να ξεσκιστεί από τη σάρκα σου, να γλιτώσει από σένα. Ένας σπόρος στα νεφρά σου, ένας σπόρος στο μυαλό σου δεν θέλει πια να 'ναι μαζί σου, δε χωράει πια στο σπλάχνο σου, μάχεται για ελευτερία.

«Πατέρα, δε χωρώ στην καρδιά σου, θέλω να τη συντρίψω, να περάσω! Πατέρα, μισώ το σώμα σου, ντρέπουμαι που είμαι κολλημένος μαζί σου, θα φύγω!

Κατάντησες άλογο οκνό, τα πόδια σου πια δεν μπορούν ν' ακλουθούν το ρυθμό της καρδιάς μου. Βιάζουμαι. Θα πεζέψω, θα καβαλήσω άλλο κορμί και θα σε αφήσω στο δρόμο!»

Και συ, ο πατέρας, χαίρεσαι γρικώντας την καταφρονετικιά φωνή του παιδιού σου. «Όλα, όλα για το γιο μου!» φωνάζεις. «Εγώ δεν είμαι τίποτα. Εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο άνθρωπος. Εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιος του ανθρώπου!»

Μια δύναμη μέσα σου, ανώτερή σου, διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νου σου και φωνάζει: «Παίξε το τωρινό και το σίγουρο, παίξε το για το μελλούμενο κι αβέβαιο!

Μην κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί να σωθούμε. Μη ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κίντυνου τον κόσμον όλο! Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω!»

Ύμνος εις την Ελευθερίαν του Διονύσιου Σολωμού

Ύμνος εις την Ελευθερίαν

Διονύσιος Σολωμός

Σε γνωρίζω από την κόψη

του σπαθιού την τρομερή,

σε γνωρίζω από την όψη

που με βιά μετράει τη γη.

Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Εκεί μέσα εκατοικούσες

πικραμένη, εντροπαλή,

κι ένα στόμα εκαρτερούσες,

"έλα πάλι" να σου πει.

'Αργιε να 'ρθει εκείνη η μέρα,

κι ήταν όλα σιωπηλά,

γιατί τα 'σκιαζε η φοβέρα

και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

Δυστυχής! Παρηγορία

μόνη σου έμενε να λες

περασμένα μεγαλεία

και διηγώντας τα να κλαις.

Και ακαρτέρει και ακαρτέρει

φιλελεύθερη λαλιά,

ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι

από την απελπισιά.

Κι έλεγες: "Πότε, α, πότε βγάνω

το κεφάλι από τις ερμιές;"

Και αποκρίνοντο από πάνω

κλάψες, άλυσες, φωνές.

Τότε εσήκωνες το βλέμμα

μες στα κλάματα θολό,

και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,

πλήθος αίμα ελληνικό.

Με τα ρούχα αιματωμένα

ξέρω ότι έβγαινες κρυφά

να γυρεύεις εις τα ξένα

άλλα χέρια δυνατά.

Μοναχή το δρόμο επήρες,

εξανάλθες μοναχή,

δεν ειν' εύκολες οι θύρες

εάν η χρεία τες κρουταλεί.

'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,

αλλ' ανάσταση καμμιά,

άλλος σου έταξε βοήθεια

και σε γέλασε φρικτά.

'Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου

οπού εχαίροντο πολύ,

"σύρε να 'βρεις τα παιδιά σου,

σύρε", έλεγαν οι σκληροί.

Φεύγει οπίσω το ποδάρι

και ολογλήγορο πατεί

ή την πέτρα ή το χορτάρι

που τη δόξα σου ενθυμεί.

Ταπεινότατη σου γέρνει

η τρισάθλια κεφαλή,

σαν πτωχού που θυροδέρνει

κι είναι βάρος του η ζωή.

Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει

κάθε τέκνο σου με ορμή,

που ακατάπαυστα γυρεύει

ή τη νίκη ή τη θανή.

Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Μόλις είδε την ορμή σου

ο ουρανός που για τους εχθρούς

εις τη γη τη μητρική σου

ετρεφ' άνθια και καρπούς.

Εγαλήνεψε και εχύθη

καταχθόνια μια βοή,

και του Ρήγα σου απεκρίθη

πολεμόκραχτη η φωνή.

Όλοι οι τόποι σου σ' εκράξαν

χαιρετώντας σε θερμά,

και τα στόματα εφωνάξαν

όσα αισθάνετο η καρδιά.

Εφωνάξανε ως τ' αστέρια

του Ιονίου και τα νησιά,

κι εσηκώσανε τα χέρια

για να δείξουνε χαρά.

Μ' όλον που 'ναι αλυσωμένο

το καθένα τεχνικά,

και εις το μέτωπο γραμμένο

έχει: "Ψεύτρα Ελευθεριά".

Γκαρδιακά χαροποιήθει

και του Βάσιγκτον η γη,

και τα σίδερα ενθυμήθει

που την έδεναν κι αυτή.

Απ' τον πύργο του φωνάζει,

σα να λέει σε χαιρετώ,

και τη χήτη του τινάζει

το λιοντάρι το Ισπανό.

Ελαφιάσθη της Αγγλίας

το θηρίο και σέρνει ευθύς

κατά τ' άκρα της Ρουσίας

τα μουγκρίσματα της οργής.

Εις το κίνημα του δείχνει,

πως τα μέλη ειν' δυνατά

και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει

μια σπιθόβολη ματιά.

Σε ξανοίγει από τα νέφη

και το μάτι του Αετού,

που φτερά και νύχια θρέφει

με τα σπλάχνα του Ιταλού.

και σ' εσέ καταγυρμένος,

γιατί πάντα σε μισεί,

έκρωζε έκρωζε ο σκασμένος,

να σε βλάψει, αν ημπορεί.

'Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι

πάρεξ που θα πρωτοπάς,

δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι

στες βρισιές όπου αγρικάς.

Σαν το βράχο όπου αφήνει

κάθε ακάθαρτο νερό

εις τα πόδια του να χύνει

ευκολόσβηστον αφρό.

Όπου αφήνει ανεμοζάλη

και χαλάζι και βροχή

να του δέρνουν τη μεγάλη,

την αιώνιαν κορυφή.

Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του,

οποιανού θέλει βρεθεί

στο μαχαίρι σου αποκάτου

και σ' εκείνο αντισταθεί.

Το θηρίο π' ανανεγιέται

πως του λείπουν τα μικρά,

περιορίζεται, πετιέται,

αίμα ανθρώπινο διψά.

Τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,

τα λαγκάδια, τα βουνά,

κι όπου φθάσει, όπου περάσει,

φρίκη, θάνατος, ερμιά.

Ερμιά, θάνατος και φρίκη

όπου επέρασες κι εσύ,

ξίφος έξω από τη θήκη

πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει

της αθλίας Τριπολιτσάς,

τώρα τρόμου αστροπελέκι

να της ρίψεις πιθυμάς.

Μεγαλόψυχο το μάτι

δείχνει πάντα όπως νικεί,

κι ας ειν' άρματα γεμάτη

και πολέμιαν χλαλοή.

Σου προβαίνουνε και τρίζουν

για να ιδείς πως ειν' πολλά,

δεν ακούς που φοβερίζουν

άνδρες μύριοι και παιδιά;

Λίγα μάτια, λίγα στόματα

θα σας μείνουνε ανοιχτά.

για να κλαύσετε τα σώματα

που θε να 'βρει η συμφορά!

Κατεβαίνουνε, και ανάφτει

του πολέμου αναλαμπή,

το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,

λάμπει, κόφτει το σπαθί.

Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη;

Λίγα τα αίματα γιατί;

Τον εχθρό θωρώ να φύγει

και στο κάστρο ν' ανεβεί.

Μέτρα! Ειν' άπειροι οι φευγάτοι,

οπού φεύγοντας δειλιούν,

τα λαβώματα στην πλάτη

δέχοντ' ώστε ν' ανεβούν.

Εκεί μέσα ακαρτερείτε

την αφεύγατη φθορά,

να, σας φθάνει, αποκριθείτε

στης νυκτός τη σκοτεινιά!

Αποκρίνονται και η μάχη

έτσι αρχίζει, οπού μακριά

από ράχη εκεί σε ράχη

αντιβούιζε φοβερά.

Ακούω κούφια τα τουφέκια,

ακούω σμίξιμο σπαθιών,

ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,

ακούω τρίξιμο δοντιών.

Α, τι νύκτα ήταν εκείνη

που την τρέμει ο λογισμός!

Αλλος ύπνος δεν εγίνει

πάρεξ θάνατου πικρός.

Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,

οι κραυγές, η ταραχή,

ο σκληρόψυχος ο τρόπος

του πολέμου, και οι καπνοί.

Κι οι βροντές και το σκοτάδι

οπού αντίσκοφτε η φωτιά,

επαράσταιναν τον ?δη

που ακαρτέρειε τα σκυλιά.

Τ' ακαρτέρειε, εφαίνον' ίσκιοι

αναρίθμητοι, γυμνοί,

κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,

βρέφη ακόμη εις το βυζί.

Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει,

μαύρη η εντάφια συντροφιά,

σαν το ρούχο όπου σκεπάζει

τα κρεβάτια τα στερνά.

Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι

επετιούντο από τη γη,

όσοι ειν' άδικα σφαγμένοι

από τούρκικην οργή.

Τόσα πέφτουνε τα θερισμένα

αστάχια εις τους αγρούς,

σχεδόν όλα εκειά τα μέρη

εσκεπάζοντο απ' αυτούς.

Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,

και αναδεύοντο μαζί,

ανεβαίνοντας το κάστρο

με νεκρώσιμη σιωπή.

Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,

μες στο δάσος το πυκνό,

όταν στέλνει μίαν αχνάδα

μισοφέγγαρο χλωμό.

Εάν οι άνεμοι μες στ' άδεια

τα κλαδιά μουγκοφυσούν,

σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,

οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

Με τα μάτια τους γυρεύουν

όπου ειν' αίματα πηχτά,

και μες στα αίματα χορεύουν

με βρυχίσματα βραχνά.

Και χορεύοντας μανίζουν

εις τους Ελληνες κοντά,

και τα στήθια τους εγγίζουν

με τα χέρια τα ψυχρά.

Εκειό το έγγισμα πηγαίνει

βαθειά μες στα σωθικά,

όθεν όλη η λύπη βγαίνει,

και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

Τότε αυξαίνει του πολέμου

ο χορός τρομακτικά,

σαν το σκόρπισμα του ανέμου

στου πελάου τη μοναξιά.

Κτυπούν όλοι απάνου κάτου,

κάθε κτύπημα που εβγεί

είναι κτύπημα θανάτου

χωρίς να δευτερωθεί.

Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει,

λες κι εκείθενε η ψυχή

απ' το μίσος που την καίει

πολεμάει να πεταχθεί.

Της καρδίας κτυπίες βροντάνε

μες στα στήθια τους αργά,

και τα χέρια όπου χουμάνε

περισσότερο ειν' γοργά.

Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι,

ουδέ πέλαγο, ουδέ γη,

γι' αυτούς όλους το παν είναι

μαζωμένο αντάμα εκεί.

Τόση η μάνητα κι η ζάλη,

που στοχάζεσαι μη πως

από μία μεριά και απ' άλλη

δεν είναι ένας ζωντανός.

Κοίτα χέρια απελπισμένα

πώς θερίζουνε ζωές!

Χάμου πέφτουνε κομμένα

χέρια, πόδια, κεφαλές.

Και παλάσκες και σπαθία

με ολοσκόρπιστα μυαλά,

και με ολόσχιστα κρανία,

σωθικά λαχταριστά.

Προσοχή καμία δεν κάνει

κανείς, όχι, εις τη σφαγή,

πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει,

φθάνει, έως πότε οι σκοτωμοί;

Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο,

πάρεξ όταν ξαπλωθεί;

Δεν αισθάνονται τον κόπο

και λες κι είναι εις την αρχή.

Ολιγόστευαν οι σκύλοι,

και "Αλλάχ", εφώναζαν, "Αλλάχ",

και των Χριστιανών τα χείλη

"φωτιά", εφώναζαν, "φωτιά".

Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο,

πάντα εφώναζαν "φωτιά",

και οι μιαροί κατασκορπιούντο,

πάντα σκούζοντας "Αλλάχ".

Παντού φόβος και τρομάρα

και φωνές και στεναγμοί,

παντού κλάψα, παντού αντάρα,

και παντού ξεψυχισμοί.

Ηταν τόσοι! Πλέον το βόλι

εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.

Όλοι χάμου εκείτοντ' όλοι

εις την τέταρτην αυγή.

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη

και κυλάει στη λαγκαδιά,

και το αθώο χόρτο πίνει

αίμα αντίς για τη δροσιά.

Της αυγής δροσάτο αέρι,

δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο

στων ψευδόπιστων το αστέρι,

φύσα, φύσα εις το Σταυρό!

Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι,

δεν λαμπ' ήλιος μοναχά

εις τους πλάτανους, δεν λάμπει

εις τ' αμπέλια, εις τα νερά.

Εις τον ήσυχον αιθέρα

τώρα αθώα δεν αντηχεί

τα λαλήματα η φλογέρα,

τα βελάσματα το αρνί.

Τρέχουν άρματα χιλιάδες

σαν το κύμα εις το γιαλό,

αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδες

δεν ψηφούν τον αριθμό.

Ω τριακόσιοι, σηκωθείτε

και ξανάλθετε σε μας,

τα παιδιά σας θελ' ιδείτε

πόσο μοιάζουνε με σας.

Όλοι εκείνοι τα φοβούνται

και με πάτημα τυφλό

εις την Κόρινθο αποκλειούνται

κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.

Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου

πείνα και θανατικό,

που με σχήμα ενός σκελέθρου

περπατούν αντάμα οι δυο.

Και πεσμένα εις τα χορτάρια

απεθαίνανε παντού

τα θλιμμένα απομεινάρια

της φυγής και του χαμού.

Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,

που ότι θέλεις ημπορείς.

εις τον κάμπο, Ελευθερία,

ματωμένη περπατείς.

Στη σκια χεροπιασμένες,

στη σκια βλέπω κι εγώ

κρινοδάχτυλες παρθένες

οπού κάνουνε χορό.

Στο χορό γλυκογυρίζουν

ωραία μάτια ερωτικά,

και εις την αύρα κυματίζουν

μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

Η ψυχή μου αναγαλλιάζει

πως ο κόρφος καθεμιάς

γλυκοβύζαστο ετοιμάζει

γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.

Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,

το ποτήρι δεν βαστώ,

φιλελεύθερα τραγούδια

σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Πήγες εις το Μεσολόγγι

την ημέρα του Χριστού,

μέρα που άνθισαν οι λόγγοι

για το τέκνο του Θεού.

Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας

η Θρησκεία μ' ένα Σταυρό,

και το δάκτυλο κινώντας

όπου ανεί τον ουρανό.

"Σ' αυτό", εφώναξε, "το χώμα

στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!"

Και φιλώντας σου το στόμα

μπαίνει μες στην εκκλησιά.

Εις την τράπεζα σιμώνει,

και το σύγνεφο το αχνό

γύρω γύρω της πυκνώνει

που σκορπάει το θυμιατό.

Αγρικάει την ψαλμωδία

οπού εδίδαξεν αυτή,

βλέπει τη φωταγωγία

στους Αγίους εμπρός χυτή.

Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν

με πολλή ποδοβολή,

κι άρματ', άρματα ταράζουν;

Επετάχτηκες εσύ!

Α, το φως που σε στολίζει,

σαν ηλίου φεγγοβολή,

και μακρίθεν σπινθηρίζει,

δεν είναι, όχι, από τη γη.

Λάμψιν έχει όλη φλογώδη

χείλος, μέτωπο, οφθαλμός,

φως το χέρι, φως το πόδι,

κι όλα γύρω σου είναι φως.

Το σπαθί σου αντισηκώνεις,

τρία πατήματα πατάς,

σαν τον πύργο μεγαλώνεις,

κι εις το τέταρτο κτυπάς.

Με φωνή που καταπείθει

προχωρώντας ομιλείς:

"Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη,

ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής".

Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε:

"Εγώ ειμ' 'Αλφα, Ωμέγα εγώ,

πέστε, που θ' αποκρυφθείτε

εσείς όλοι, αν οργισθώ;

Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,

που, μ' αυτήν αν συγκριθεί

κείνη η κάτω οπού σας έχω,

σαν δροσιά θέλει βρεθεί.

Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,

τόπους άμετρα υψηλούς,

χώρες, όρη από τη ρίζα,

ζώα και δέντρα και θνητούς.

Και το παν το κατακαίει,

και δεν σώζεται πνοή,

πάρεξ του άνεμου που πνέει

μες στη στάχτη τη λεπτή".

Κάποιος ήθελε ερωτήσει:

Του θυμού Του εισ' αδελφή;

Ποιος είν' άξιος να νικήσει

ή με σε να μετρηθεί;

Η γη αισθάνεται την τόση

του χεριού σου ανδραγαθιά,

που όλην θέλει θανατώσει

τη μισόχριστη σπορά.

Την αισθάνονται και αφρίζουν

τα νερά, και τ' αγρικώ

δυνατά να μουρμουρίζουν

σαν ρυάζετο θηριό.

Κακορίζικοι, πού πάτε

του Αχελώου μες στη ροή

και 'πιδέξια πολεμάτε

από την καταδρομή

να αποφύγετε; Το κύμα

έγινε όλο φουσκωτό,

εκεί ευρήκατε το μνήμα

πριν να ευρείτε αφανισμό.

Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει

κάθε λάρυγγας εχθρού,

και το ρεύμα γαργαρίζει

τες βλασφήμιες του θυμού.

Σφαλερά τετραποδίζουν

πλήθος άλογα, και ορθά

τρομασμένα χλιμιντρίζουν

και πατούν εις τα κορμιά.

Ποίος στο σύντροφον απλώνει

χέρι, ωσάν να βοηθηθεί,

ποίος τη σάρκα του δαγκώνει

όσο που να νεκρωθεί.

Κεφαλές απελπισμένες,

με τα μάτια πεταχτά,

κατά τ' άστρα σηκωμένες

για την ύστερη φορά.

Σβιέται, αυξαίνοντας η πρώτη

του Αχελώου νεροσυρμή,

το χλιμίντρισμα και οι κρότοι

και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

Ετσι ν' άκουα να βουίξει

τον βαθύν Ωκεανό,

και στο κύμα του να πνίξει

κάθε σπέρμα αγαρηνό!

Και εκεί που 'ναι η Αγία Σοφία

μες στους λόφους τους επτά,

όλα τ' άψυχα κορμία,

βραχοσύντριφτα, γυμνά.

Σωριασμένα να τα σπρώξει

η κατάρα του Θεού,

κι απ' εκεί να τα μαζώξει

ο αδελφός του Φεγγαριού.

Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει,

κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριά

μ' αργό πάτημα ας πηγαίνει

μεταξύ τους και ας μετρά.

Ενα λείψανο ανεβαίνει

τεντωτό, πιστομητό,

κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει

και δεν φαίνεται, και πλιο.

Και χειρότερα αγριεύει

και φουσκώνει ο ποταμός,

πάντα, πάντα περισσεύει,

πολύ φλοίσβισμα και αφρός.

Α, γιατί δεν έχω τώρα

τη φωνή του Μωυσή;

Μεγαλόφωνα την ώρα

οπού εσβιούντο οι μισητοί.

Το Θεόν ευχαριστούσε

στου πελάου τη λύσσα εμπρός,

και τα λόγια ηχολογούσε

αναρίθμητος λαός.

Ακλουθάει την αρμονία

η αδελφή του Ααρών,

η προφήτισσα Μαρία,

μ' ένα τύμπανο τερπνόν.

Και πηδούν όλες οι κόρες

με τσ' αγκάλες ανοικτές,

τραγουδώντας, ανθοφόρες,

με τα τύμπανα κι εκειές.

Σε γνωρίζω από την κόψη

του σπαθιού την τρομερή,

σε γνωρίζω από την όψη

που με βία μετράει τη γη.

Εις αυτήν, ειν' ξακουσμένο,

δεν νικιέσαι εσύ ποτέ,

όμως, όχι, δεν ειν' ξένο

και το πέλαγο για σε.

Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει

κύματ' άπειρα εις τη γη,

με τα οποία την περιζώνει,

κι είναι εικόνα σου λαμπρή.

Με βρυχίσματα σαλεύει

που τρομάζει η ακοή,

κάθε ξύλο κινδυνεύει

και λιμνιώνα αναζητεί.

Φαίνετ' έπειτα η γαλήνη

και το λάμψιμο του ηλιού,

και τα χρώματα αναδίνει

του γλαυκότατου ουρανού.

Δεν νικιέσαι, ειν' ξακουσμένο,

στην ξηράν εσύ ποτέ,

όμως όχι δεν ειν' ξένο

και το πέλαγο για σέ.

Περνούν άπειρα τα ξάρτια,

και σαν λόγγος στριμωχτά

τα τρεχούμενα κατάρτια,

τα ολοφούσκωτα πανιά.

Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,

και αγκαλά δεν ειν' πολλές,

πολεμώντας, άλλα διώχνεις,

άλλα παίρνεις, άλλα καις.

Μ' επιθυμία να τηράζεις

δύο μεγάλα σε θωρώ,

και θανάσιμον τινάζεις

εναντίον τους κεραυνό.

Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει,

και σηκώνει μια βροντή,

και το πέλαο χρωματίζει

με αιματόχροη βαφή.

Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι

και δεν μνέσκει ένα κορμί,

χαίρου, σκιά του Πατριάρχη,

που σε πέταξαν εκεί.

Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι

με τσ' εχθρούς τους τη Λαμπρή,

και τους έτρεμαν τα χείλη

δίνοντάς τα εις το φιλί.

Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε

τώρα πλέον δεν τες πατεί,

και το χέρι οπού εφιλήστε

πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.

Όλοι κλαψτε, αποθαμένος

ο αρχηγός της Εκκλησιάς,

κλάψτε, κλάψτε, κρεμασμένος

ωσάν να 'τανε φονιάς!

Έχει ολάνοικτο το στόμα

π' ώρες πρώτα είχε γευθεί

τ' 'Αγιον Αίμα, τ' 'Αγιον Σώμα,

λες πως θε να ξαναβγεί.

Η κατάρα που είχε αφήσει,

λίγο πριν να αδικηθεί,

εις οποίον δεν πολεμήσει

και ημπορεί να πολεμεί.

Την ακούω, βροντάει, δεν παύει

εις το πέλαγο, εις τη γη,

και μουγκρίζοντας ανάβει

την αιώνιαν αστραπή.

Η καρδιά συχνοσπαράζει.

Πλην τι βλέπω; Σοβαρά

να σωπάσω με προστάζει

με το δάκτυλο η θεά.

Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη

τρεις φορές μ' ανησυχιά,

προσηλώνεται κατόπι

στην Ελλάδα, και αρχινά:

Παλληκάρια μου, οι πολέμοι

για σας όλοι είναι χαρά,

και το γόνα σας δεν τρέμει

στους κινδύνους εμπροστά.

Απ' εσάς απομακραίνει

κάθε δύναμη εχθρική,

αλλά ανίκητη μια μένει

που τες δάφνες σας μαδεί.

Μία, που όταν ωσάν λύκοι

ξαναρχόστενε ζεστοί,

κουρασμένοι από τη νίκη,

αχ, το νου σάς τυραννεί.

Η Διχόνοια που βαστάει

ένα σκήπτρο η δολερή

καθενός χαμογελάει,

"πάρ' το", λέγοντας, "και συ".

Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει

έχει αλήθεια ωραία θωριά,

μην το πιάστε, γιατί ρίχνει

εισέ δάκρυα θλιβερά.

Από στόμα οπού φθονάει,

παλληκάρια, ας μην 'πωθεί,

πως το χέρι σας κτυπάει

του αδελφού την κεφαλή.

Μην ειπούν στο στοχασμό τους

τα ξένη έθνη αληθινά:

"Εάν μισούνται ανάμεσο τους

δεν τους πρέπει ελευθεριά".

Τέτοια αφήστενε φροντίδα,

όλο το αίμα οπού χυθεί

για θρησκεία και για πατρίδα

όμοιαν έχει την τιμή.

Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε

για πατρίδα, για θρησκειά,

σας ορκίζω, αγκαλισθείτε

σαν αδέλφια γκαρδιακά.

Πόσο λείπει, στοχασθείτε,

πόσο ακόμη να παρθεί,

πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,

πάντα εσάς θ' ακολουθεί.

Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία,

καταστήστε ένα Σταυρό

και φωνάξετε με μία:

"Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!

Το σημείον που προσκυνάτε

είναι τούτο, και γι' αυτό

ματωμένους μας κοιτάτε

στον αγώνα το σκληρό.

Ακατάπαυστα το βρίζουν

τα σκυλιά και το πατούν

και τα τέκνα του αφανίζουν,

και την πίστη αναγελούν.

Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη

αίμα αθώο χριστιανικό,

που φωνάζει από τα βάθη

της νυκτός: Να εκδικηθώ.

Δεν ακούτε, εσείς εικόνες

του Θεού, τέτοια φωνή;

Τώρα επέρασαν αιώνες

και δεν έπαυσε στιγμή.

Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος

σαν του 'Αβελ καταβοά,

δεν ειν' φύσημα του αέρος

που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

Τι θα κάμετε; Θ' αφήστε

να αποκτήσομεν εμείς

λευθεριάν ή θα την λύστε

εξ αιτίας πολιτικής;

Τούτο ανίσως μελετάτε

ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:

Βασιλείς, ελάτε, ελάτε,

και κτυπήσετε κι εδώ!"

Tuesday, November 28, 2006

Τα μετόχια του Οροπεδίου Λασιθίου επί Ενετοκρατίας του Εμμ. Ν. Μπελιβάνη

Τα μετόχια του Οροπεδίου Λασιθίου επί Ενετοκρατίας

Του Εμμ. Ν. Μπελιβάνη, συνταξιούχου δάσκαλου

Από τη διεύθυνση : http://www.slh.gr/first.html

Περιεχόμενα:

- Γενικά

- Απαγόρευση κατοίκησης του Οροπεδίου Λασιθίου

- Αρση της απαγόρευσης

- Ξανακατοίκηση του Οροπεδίου

- Απογραφές πληθυσμού των μετοχιών και χωριών του Οροπεδίου Λασιθίου από τη

Βενετοκρατία έως σήμερα.

- Μετόχια που δημιουργήθηκαν επί Ενετοκρατίας μετά το 15ο αιώνα.

- Μετόχια του Οροπεδίου Λασιθίου επί Ενετοκρατίας που σώζονται σαν τοπωνύμια.

- Πίνακας μετοχιών που παρέμειναν ως τοπωνύμια-πληθυσμιακή εξέλιξή τους.

- Μετόχια του Οροπεδίου Λασιθίου που εξελίχθηκαν στα σημερινά χωριά.

- Πίνακας χωριών και οικισμών της επαρχίας Λασιθίου με την πληθυσμιακή εξέλιξή τους από τη Βενετοκρατία και μετά.

- Αλλες παρατηρήσεις

- Ιερές Μονές στο Οροπέδιο Λασιθίου.

- Θεομηνίες και επιδημίες

- Συμπεράσματα

ΓΕΝΙΚΑ

Ως γνωστόν, την 4/4/1204 μ.Χ. η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων ή Σταυροφθόρων, όπως ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς. Σώθηκαν μόνο ελάχιστες επαρχίες.

Το πώς έγινε αυτό και πώς έφθασε η άλλοτε πανίσχυρη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σ’ αυτό το κατάντημα με τ’ αλληλοφαγώματα και τα τρομερά λάθη των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, είναι γνωστά από την Ιστορία.

Οι Σταυροφόροι μοίρασαν τότε την απέραντη αυτοκρατορία μεταξύ τους.

Η Κρήτη έπεσε στο μερίδιο του Λομβαρδού Μαρκησίου του Μομφεράτου Βονιφάτιου, που ονομάσθηκε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης.

Ο Βονιφάτιος για να χαρεί την βασιλεία του ανενόχλητος, μεταβίβασε το έτος 1204, με συμβόλαιο επίσημο που υπογράφηκε στην Ανδριανούπολη, την κυριότητα της Κρήτης στους Ενετούς αντί (1000) χιλίων μαρκών καθαρού αργύρου, που άξιζαν εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) χρυσά φράγκα.

Η μάρκα ήταν μονάδα βάρους 238,5 γραμμάρια. Η Κρήτη δηλαδή, πουλήθηκε στην εξευτελιστική τιμή των 238,5 κιλών αργύρου.

Οι Ενετοί, πήραν τα χωράφια των Κρητικών, τα οικειοποιήθηκαν και παράλληλα τους κακομεταχειρίζονταν.

Οι Κρητικοί, ένας λαός φιλελεύθερος, δεν μπορούσαν ν’ ανεχθούν αυτές τις ταπεινώσεις των κατακτητών και άρχισαν ν’ αντιδρούν έντονα και να τους παρενοχλούν από τα πρώτα κιόλας χρόνια με εξεγέρσεις, δολιοφθορές και άλλα διάφορα.

Το Οροπέδιο Λασιθίου, λόγω της ευφορίας του και της φυσικής του οχυρότητας, ήταν ο τόπος απ’ όπου άρχιζαν πολλές επαναστάσεις ή όπου κατάφευγαν οι επαναστάτες και οι αποκηρυγμένοι. Δίκαια το ονόμασαν “αγκάθι στην καρδιά της Βενετίας”. Γνωστές είναι οι επαναστάσεις των Αγιοστεφανιτών το 1212, των Χορτατσών το 1273, των Καψοκαλύβων το 1341, και των αδελφών Καλλέργη το 1363, που ξεκίνησαν όλες από το Οροπέδιο Λασιθίου.

ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ

Οι φεουδάρχες Ενετοί του Λασιθίου παρενοχλούμενοι διαρκώς, αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν. Τότε, για να μην βρίσκουν άσυλο οι επαναστάτες στο Λασίθι, ο Δούκας του Ηρακλείου εισηγήθηκε στο Συμβούλιο των Ευγενών να κηρυχθεί το Λασίθι τόπος ακατοίκητος (1293). Παράλληλα, εξεδόθη άλλο διάταγμα της ενετικής γερουσίας το οποίο απαγόρευε στους Ενετούς να παντρεύονται Κρητικοπούλες. Οσοι παρανομούσαν, έχαναν τον φέουδό τους. Αυτό βέβαια δεν εφαρμόστηκε ποτέ.

Το Οροπέδιο Λασιθίου βέβαια, με το αδούλωτο φρόνημά του δεν συμμορφώθηκε στις απειλές και τότε η Βενετία με νέο νόμο πιο σκληρό, διέταξε το έτος 1343 την ερήμωσή του, το γκρέμισμα όλων των σπιτιών (δεν άφησαν πέτρα πάνω στην άλλη), το ξερίζωμα όλων των οπωροφόρων δέντρων και των αμπελιών. Οποιος συλλαμβανόταν να μένει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη του Λασιθίου, ή να βόσκει τα ζώα του, του έκοβαν το ένα πόδι ή τον σκότωναν. Ετσι, οι κάτοικοί του κατέφυγαν στα χωριά των όμορων επαρχιών κι εγκαταστάθηκαν σ’ αυτά μόνιμα. Να γιατί δεν σώζεται στο Λασίθι τίποτα το βυζαντινό, ούτε ονόματα χωριών, ούτε τοπωνύμια. Τα μοναδικά βυζαντινά λείψανα, είναι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Αγουστί χωριό, κοντά στο σημερινό χωριό Αγιος Γεώργιος, η εκκλησία του Αγίου Σεργίου και Βάκχου στο νεκροταφείο του χωριού Γεροντωμουρί (σημερινό Αγ. Χαράλαμπος) και η εκκλησία της Αγίας Αννας στο νεκροταφείο του Τζερμιάδου, η οποία πριν από 50 περίπου χρόνια κακώς κατεδαφίστηκε και στην θέση της ανεργέθηκε άλλη μεγαλύτερή της. Η παραπάνω απαγόρευση κράτησε πάνω από 200 χρόνια.

ΑΡΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ

Τον 15ο αιώνα, άρχισε να πέφτει στην Κρήτη πείνα, λόγω της αφορίας των δημητριακών και οι Ενετοί δεν μπορούσαν να θρέψουν ούτε τα στρατεύματά τους, που διαρκώς πλήθαιναν στο νησί φοβούμενοι την κατάληψή της από τους Τούρκους. Τότε, ο Δούκας του Ηρακλείου, εισηγήθηκε στη Βενετία ότι δεν υπήρχε πια λόγος να μένει ακαλλιέργητος ο εύφορος αυτός τόπος, το Λασίθι, εφόσον τα πράγματα είχαν ησυχάσει. Καλό θα ήταν λοιπόν, ν’ αρχίσει να σπέρνεται ο τόπος από τη διοίκηση των Ενετών ή να ενοικιάζεται.

Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το Λασίθι θεωρούνταν ανέκαθεν ο σιτοβολώνας της Κρήτης. Πετύχαινε ακόμη και τις χρονιές που λόγω ανομβρίας ή άλλων αιτιών αποτύγχαναν τα σιτηρά στην υπόλοιπη Κρήτη. Ετσι, βγήκε και η παροιμία “αν πετύχει το Λασίθι, κακόν το ‘παθε η Κρήτη”. Δεν μπορούσε λοιπόν να μένει ακαλλιέργητο ενώ η Κρήτη πεινούσε! Ετσι, στις 30 Νοεμβρίου 1514, ανεκλήθηκε το απαγορευτικό διάταγμα κι επιτράπηκε ξανά η καλλιέργειά του.

Το Λασίθι όμως, με την πολυετή ακαλλιεργησία του, είχε γίνει ένα απέραντο λιβάδι που για να καλλιεργηθεί, έπρεπε να αποστραγγισθεί και να εκχερσωθεί. Τότε η Ενετία έστειλε μηχανικούς έμπειρους σε αποστραγγιστικά έργα και χάραξαν και άνοιξαν τις “Λίνιες” που σώζονται ακόμη και σήμερα, και αποστραγγίστηκε ο κάμπος.

ΞΑΝΑΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ

Υστερα απ’ όλα αυτά, η Ενετία, επέτρεψε σ’ όσους ήθελαν να βγουν στο οροπέδιο να παχτώσουν (ενοικιάσουν) όση γη μπορούσαν να καλλιεργήσουν. Παράλληλα, έφερε κι εκείνη Πελλοπονήσιους φίλους της από την Μονεμβασιά και το Ναύπλιο για να τους ανταμείψει για την φιλική στάση τους απέναντί της τα χρόνια της Ενετοκρατίας και τους μοίρασε μεγάλες εκτάσεις στο Οροπέδιο να τις καλλιεργούν με την υποχρέωση να της παραδίδουν το ένα τρίτο της σοδειάς τους. Αξίζει ν’ αναφέρουμε εδώ, ότι τα έσοδα του Δημοσίου από τα παχτωτικά, έφθαναν ενίοτε στα δέκα έξι χιλ. μουζούρια δημητριακά και ότι το Λασίθι δεν αποτέλεσε ποτέ Καστελανία (επαρχία), αλλά υπαγόταν απευθείας στο Δούκα.

Στους αγρότες που ανέβαιαν στο Λασίθι για καλλιέργειες, απαγόρευαν να χτίζουν κανονικά σπίτια και να δημιουργούν χωριά. Γι’ αυτό, η παραμονή τους διαρκούσε όσο η σπορά ή ο θερισμός και τ’ αλώνισμα. Αυτοί διέμεναν σε πρόχειρα σπίτια και καλύβες σε μικρούς οικισμούς τα λεγόμενα “μετόχια”.

Ετσι δημιουργήθηκαν 46 μετόχια πολλά από τα οποία πήραν τ’ όνομά τους από τον πρώτο τους οικιστή (Τζερμιάδω από τον Τζερμιά, Φαρσάρω από τον Φαρσάρη κ.λ.π.). Αλλα απ’ αυτά διατηρήθηκαν και εξελίχθηκαν αργότερα σε χωριά (Αγ. Γεώργιος, Τζερμιάδω, Αβρακόντε, Αγ. Κωνσταντίνος κ.λ.π.) και άλλα έσβησαν και διατηρούνται σήμερα τοπωνύμια (Αγουστί, Μόρος, Χώνος , Κερασά, Σαρακηνού, Αγία Πελαγία κ.λ.π.)

Το ότι ανέβαιναν καλλιεργητές από τις όμορες επαρχίες, φαίνεται και από τον κατάλογο των παχτωτών και οφειλετών προς τη Γαληνότατη Κυβέρνηση της Ενετίας (ιδέ Συμβολή στην Ιστορία της Κρήτης του Οροπεδίου Λασιθίου του ιστοριοδίφη Στέργιου Σπανάκη) όπως: Κανέτος, Ζουράρης, Πεδιώτης, Φούσκης, Σιλιγάρδος, Βλαστός, Σερέπετσης, Κοζύρης, κ.λ.π. που υπάρχουν σήμερα στην επαρχία Μερ/λλου.

Απογραφές πληθυσμού των μετοχιών και των χωριών του Οροπεδίου Λασιθίου από την Βενετοκρατία έως σήμερα.

Α’ Επί Ενετοκρατίας

Οι απογραφές του πληθυσμού στην Κρήτη επί Ενετοκρατίας που έμειναν ιστορικές ήταν:

1. Του Καστροφύλακα το 1583. Αυτή αναφέρεται σε κατοίκους.

2. Του Φραγκίσκο Βασιλικάτα το 1630. Αναφέρεται σε σπίτια.

Και οι δύο αυτές απογραφές ήταν πολύ ελλιπείς.

Αλλες απογραφές

Α’ Επί Τουρκοκρατίας

1. Δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση της κατάληψης της Κρήτης από τους Τούρκους (1669) έγινε η πρώτη απογραφή (1671) με σκοπό να μάθουν οι νέοι κατακτητές με πόσο και με τί πληθυσμό είχαν να κάνουν.

Η απογραφή αναφέρεται σε χαράτσια.

Χαράτσι είναι τούρκικκη λέξη που σημαίνει γενικά κεφαλικός φόρος. Στην απογραφή όμως αυτή εννοούσαν τους υπόχρεους σε κεφαλικό φόρο.

Η απογραφή του 1881. Αναφέρεται σε ψυχές όπως και οι επόμενες.

Β’ Επί Αιγυπτιοκρατίας (1830-1840)

Εγινε απογραφή το 1834 και αναφέρεται σε οικογένειες.

Γ’ Επί Κρητικής Πολιτείας

Εγινε το 1800 και διατάχθηκε από τον πρίγκηπα Γεώργιο.

Δ’ Με ελεύθερη Κρήτη ενωμένη με την Ελλάδα

Εγιναν το 1920, 1928, 1940, 1951, 1961, 1971, 1981, 1991 και το 2001.

Μετόχια που δημιουργήθηκαν επί Ενετοκρατίας μετά τον 15ο αιώνα.

Αβρακόντε, Αγ. Γεωργίου, Αγ. Κωνσταντίνου, Αγ. Αναργύρων, Αγ. Κυρίλλου, Αγουστί, Αλογόσπηλιοι, Αλέξαινας (Αγ. Πελαγίας), Βασιλικού, Βίδων, Γαϊτανού, Γαϊδουρόμαντρα, Γεροντωμουρί, Εντιχτης (Χώνου), Καμινάκι, Καρδαμούτσα, Κάτω Μετόχι, Κερασά, Κλήμα, Κοντού, Κουδουμαλιά, Λαγού, Μαγατζέδες, Μαγουλά, Μαρμακέτω, Μόρος, Μούση, Μυγογιάννη, Πινακιανώ, Πλάτη, Σιδιακού, Σκαφίδια, Σπέρα, Ταπεινού Ορφανού, Τζερμιάδω, Τζόγια, Τσαγκαλοχώρι, Φαρσάρω, Φοραδάρη, Ψυχρό, Ωχρα.

Από τα παραπάνω μετόχια, άλλα έσβησαν, διαλύθηκαν ύστερα από κάποια χρόνια και διατηρούνται σήμερα ως τοπωνύμια και άλλα διατηρήθηκαν και εξελίχθηκαν σε χωριά. Σ’ αυτά δεν αναφέρονται τα χωριά Μ. Λασίθι, Μ. Λασιθάκι, Μέσα Ποτάμοι, και Εξω Ποτάμοι γιατί δεν αναφέρονται σαν μετόχια.

Μετόχια του Οροπεδίου Λασιθίου επί Ενετοκρατίας που σώζονται σαν τοπωνύμια κατά αλφαβητική σειρά

1. Μετόχι Αγ. Ανάργυροι

Βρισκόταν νότια του συνοικισμού Μ. Λασιθάκι. Αναφέρεται στην απογραφή του Βασιλικάτα. Διαλύθηκε πολύ σύντομα. Στην θέση του σώζεται εκκλησία των Αγ. Αναργύρων, όπου γίνεται μεγάλο πανηγύρι 2 φορές το χρόνο.

2. Μετόχι Αγ. Κύριλλος

Το μετόχι βρισκόταν δυτικά του Ψυχρού, όπου σώζεται σήμερα η ομώνυμη εκκλησία, ένα από τα λίγα λείψανα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στο Λασίθι. Αναφέρεται στις απογραφές του Καστροφύλακα και του Βασιλικάτα, αλλά χωρίς κατοίκους.

3. Μετόχι Αγουστί

Βρισκόταν στους δυτικούς πρόποδες του λόφου Κεφάλα, του μοναδικού μέσα στον κάμπο του Λασιθίου. Αναφέρεται στις απογραφές του Βασιλικάτα και στην Τούρκικη του 1671. Φαίνεται ότι ήταν από τους μεγαλύτερους οικισμούς τα χρόνια εκείνα, αν κρίνουμε από το 4/στιχο που ακούγεται ακόμη και σήμερα.

“Αγουστί χωριό

πόρτες ενενήντα δυο

πάνω στο χρόνο

κύρης και γιός”

Είχε λοιπόν το μετόχι αυτό στην ακμή του 92 χαράτσια δηλαδή 350-400 κατοίκους προτού η φοβερή ασθένεια της πανούκλας (πανώλης) το ερημώσει μονοχρονίς.

Η ονομασία του οικισμού οφειλόταν στον πρώτο οικιστή του τον Αγουστίνι. Ο οικισμός αναφέρεται και σε τούρκικα έγγραφα. Υπήρχε μέχρι το 1780. Στη θέση του σώζεται η διμάρτυρη εκκλησία Αγίου Γεωργίου - Αγίου Νεκταρίου. Το κλίτος του Αγ. Νεκταρίου ανεγέρθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, ανακαινισμένη σήμερα, σώζεται από την Β’ Βυζαντινή περίοδο, όπως αναφέρει η Ιστορία. Το προαύλιο της εκκλησίας, όπως και τα προαύλια των άλλων εκκλησιών της εποχής εκείνης, χρησίμευε και σαν νεκροταφείο. Ο υποφαινόμενος σα δάσκαλος του χωριού Αγ. Γεωργίου, το 1964 μαζί με τους μαθητές των ανωτέρων τάξεων του σχολείου, δεντροφυτεύσαμε το χώρο αυτό με δασικά δέντρα. Κατά την εξόρυξη των λάκων ανακαλύψαμε αρκετούς ομαδικούς τάφους με ανθρώπινους σκελετούς.

Η Κρήτη, όπως θα πούμε και παρακάτω, εμαστιζόταν επί Ενετοκρατίας και επί Τουρκοκρατίας πολλές φορές από πανώλη (πανούκλα). Ποιά χρονολογία κατέστρεψε η πανώλη τον οικισμό είναι άγνωστο. Το μόνο γνωστό είναι ότι το χωριό σωζόταν μέχρι το 1780 μ.Χ. Σήμερα, σώζεται σαν τοπωνύμιο “στ’ Αγουστί”.

4 Μετόχι Αλογόσπηλιοι

Βρισκόταν ανατολικά του χωριού Τζερμιάδω. Στο μέρος αυτό υπήρχαν πολλές σπηλιές, όπου οι κάτοικοι του μετοχιού σταύλιζαν και έτρεφαν τα άλογά τους, εξ ου και η ονομασία. Αναφέρεται στην απογραφή του Καστροφύλακα χωρίς κατοίκους. Οχι όμως και του Βασιλικάτα. Ασφαλώς θα είχε διαλυθεί νωρίς. Σώζεται ως τοπωνύμιο.

5. Μετόχι της Αλέξαινας

Βρισκόταν στο ανατολικό μέρος του Οροπεδίου. Κοντά του σώζεται η εκκλησία της Αγίας Πελαγίας. Αναφέρεται στις Ενετικές απογραφές κατοικημένο. Σήμερα ακούγεται ως τοπωνύμιο.

Το μετόχι αυτό, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι το ίδιο το μετόχι της Αγίας Πελαγίας για τους εξής λόγους:

1. Το τοπωνύμιο της Αλέξαινας βρίσκεται στην κορυφή του βουνού και την εποχή που κτίζονταν τα μετόχια δε συνέτρεχαν λόγοι να χτιστεί εκεί ψηλά.

2. Στο εν λόγω τοπωνύμιο, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι υπήρξαν κτίσματα.

3. Η πρόσβαση των καλλιεργητών στα χωράφια τους θα ήταν πολύ δύσκολη.

Αντιθέτως, στην Αγία Πελαγία υπάρχουν πολλές ενδείξεις παλαιών κτισμάτων. Από διασταυρωμένες δε πληροφορίες, στο μετόχι αυτό, παρόλο που δεν αναφέρεται στις Ενετικές απογραφές, κατοικούσαν πολλές οικογένειες μεταξύ των οποίων των Αγγελάκηδων και Παναγιωτάκηδων οι οποίες μετοίκησαν αργότερα στο μετόχι του Αγίου Γεωργίου. Οι Αγγελάκηδες μάλιστα κατοίκησαν σε ιδιαίτερη γειτονιά του μετοχιού “το χωριδάκι”. Οι απόγονοί τους (των Αγγελάκηδων) μετοίκησαν κατά τον περασμένο αιώνα στην Γαρίπα Μονοφατσίου και τη Βόνη Πεδιάδας, όπου προοδεύουν. Τα σπίτια τους στον Αγ. Γεώργιο είναι σήμερα ερειπωμένα. Στον Αγ. Γεώργιο έχει μείνει μόνο μια οικογένεια. Το μετόχι της Αγίας Πελαγίας ακούγεται σήμερα ως τοπωνύμιο.

6. Μετόχι Βασιλικού

Βρισκόταν ανατολικά του Αγ. Γεωργίου πάνω σε μια έξαρση του εδάφους. Αναφέρεται στις Ενετικές απογραφές κατοικημένο. Σήμερα σώζονται ερείπια των κατοίκων και ένα πηγάδι “στου Βασιλικού το πηγάδι”. Στα χωράφια που βρίσκονταν τριγύρω, υπάρχουν πολλά τεμάχια κεραμικών σκευών. Σήμερα σώζεται ως τοπωνύμιο. “Στου Βασιλικού”, “Του Βασιλικού ο πόρος”.

7. Μετόχι των Βίδων

Βρισκόταν στην είσοδο της μονής Βιδιανής και σώζονται τα ερείπιά του. Πήρε την ονομασία του από τον πρώτο οικιστή του, το Βίδο. Από το όνομα του μετοχιού πήρε το όνομά της και η μονή. Η οικογένεια των Βίδων ασφαλώς υπήρξε πολύ μεγάλη. Στο μετόχι τους δεν κατοίκησαν άλλες οικογένειες. Το επίπεδο των Βίδων είναι Βενετσιάνικο. Σώζεται σήμερα στο χωριό Αγ. Κωνσταντίνος του Οροπεδίου ως Βιδάκης. Υπάρχει και στο Ηράκλειο. Οι Βιδάκηδες του Ηρακλείου ομολογούν ότι κατάγονται από τον Αγ. Κωνσταντίνο. Το μετόχι αναφέρεται στην απογραφή του Βασιλικάτα.

8. Μετόχι Γαϊτανού

Βρισκόταν στην δυτική πλευρά του χωριού Τζερμιάδω, όπου, όπως αναφέρουν οι παλαιότεροι Τζερμιαδιανοί, υπήρχαν λείψανα κτισμάτων του. Σώζεται ως τοπωνύμιο. Αναφέρεται στην απογραφή του Βασιλικάτα, αλλά χωρίς κατοίκους.

9. Μετόχι Γαϊδουρόμαντρα

Βρισκόταν εκεί που είναι κτισμένο σήμερα το Κάτω Μετόχι. Πήρε την ονομασία του από τα πρόχειρα σπίτια (μάντρες) όπου διέμεναν με τα γαϊδαρομούλαρα οι αγωγιάτες που είχαν αναλάβει την μεταφορά των σιτηρών από τις δημόσιες αποθήκες των Ενετών (Μόρο και Μαγατζέδες) στις αποθήκες του Καστελίου Πεδιάδας.

Το μετόχι αναφέρεται στην απογραφή του Καστροφύλακα με αρκετούς κατοίκους. Διατήρησε την ονομασία του μέχρι το 1691. Το μετόχι δεν διαλύθηκε όπως πολλά άλλα, αλλά εξελίχθηκε σε χωριό, το σημερινό Κάτω Μετόχι.

10. Μετόχι Εντίχτης ή Χώνου (ιδέ Μετόχι Χώνου)

11. Μετόχι Καρδαμούτσα

Καρδαμούτσα λέμε σήμερα τις πηγές που ανοίγουν στην κοιλάδα μεταξύ των εκκλησιών Αγ. Γεωργίου και Αγίου Τίτου προς το σελί της Αμπέλου. Οι πηγές ανοίγουν, έτρεξε η Καρδαμούτσα λεει ο λαός, όταν κατά τη διάρκεια του χειμώνα πέσουν πάρα πολλές βροχές στο όρος Σελένα. Σ’ αυτή την περιοχή πιθανόν να βρισκόταν το μετόχι της Καρδαμούτσας. Αναφέρεται στην απογραφή του Βασιλικάτα κατοικημένο. Σήμερα σώζεται ως τοπωνύμιο.

12. Μετόχι Κερασά

Βρισκόταν μεταξύ Τζερμιάδω και Λαγού. Πήρε ίσως την ονομασία του από τις πολλές κερασιές που καλλιεργούνταν στην περιοχή και στα παλιά χρόνια. Αναφέρεται κατοικημένο κατά την απογραφή του Βασιλικάτα. Μετά την διάλυσή του, έμεινε ως τοπωνύμιο.

13. Μετόχι Κλήμα Βενέρη

Βρισκόταν ανατολικά του χωριού Αγ. Γεώργιος. Πήρε την ονομασία του από τα κλήματα αμπελιού που πρωτοφυτεύθηκαν στην περιοχή σε μεγάλη έκταση από τον Ενετό Βενέρη που κατοίκησε στην περιοχή μετά την άρση της απαγόρευσης. Απ’ αυτόν πήρε το μετόχι την ονομασία του “του Βενέρη”. Το μετόχι αναφέρεται στην απογραφή του Βασιλικάτα, αλλά χωρίς κατοίκους. Παρέμεινε ως τοπωνύμιο “στου Βενέρη” ή “ στο Κλήμα”. Και σήμερα ακόμη η περιοχή είναι κατάφυτη από κρασάμπελα.

14. Μετόχι Κοντού

Βρισκόταν Β.Α. του χωριού Αγ. Κωνσταντίνος. Πολλοί όμως ισχυρίζονταν ότι βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα οι Καστελιανές στέρνες. Πρωτοκατοικήθηκε μετά το 1463. Γρήγορα όμως διαλύθηκε, γι’ αυτό δεν αναφέρονται οι κάτοικοί του παρά μόνο στην απογραφή του Βασιλικάτα.

15. Μετόχι Μαγατζέδες

Βρισκόταν σε μικρή απόσταση δυτικά του χωριού Αβρακόντε. Τα χρόνια της Ενετοκρατίας ήταν έδρα φοροεισπράκτορα. Αυτός ήταν υπεύθυνος για τη συγκέντρωση στις αποθήκες του Δημοσίου, που είχαν ανεγερθεί εκεί, των σιτηρών φόρων των ενοικιαστών ή παχτωτών του κάμπου.

Αναφέρεται στις Ενετικές απογραφές με αρκετούς κατοίκους. Σήμερα δεν σώζεται τίποτα από τα κτίσματά του ούτε ίχνη αυτών. Ολος ο χώρος καλλιεργείται. Οι κάτοχοι των χωραφιών αναφέρουν πως παλαιότερα τα ηνία των αλετριών τους έφεραν στο φως διάφορα τεμάχια πήλινων αγγείων και οστά από τάφους. Ο χώρος έχει μείνει σαν τοπωνύμιο. “Στους Μαγατζέδες”. Η λέξη μαγατζές είναι αραβική και σημαίνει σιταποθήκη.

16. Μετόχι του Μόρο

Βρισκόταν Β.Α. του χωριού Αγ. Γεώργιος γύρω από την διμάρτυρη εκκλησία Αγ. Νικολάου - Αγ. Ιωάννη. Κτίστηκε μετά το 1463 από Βενετούς. Σ’ αυτό κατοικούσε ο Ενετός διοικητής και φοροεισπράκτορας Μόρος, ο οποίος συγκέντρωνε σε μεγάλες σιταποθήκες τα σιτηρά φόρους από τους ενοικιαστές και παχτωτές καλλιεργητές του Οροπέδιου.

Αναφέρεται στην απογραφή του Βασιλικάτα με λίγους κατοίκους. Πιθανόν να ήταν ο διοικητής με την οικογένειά του.

Κοντά στην εκκλησία, από την νότια πλευρά, ενθυμούμαι πως υπήρχαν τοίχοι, ερείπια των σπιτιών του μετοχιού και ένα πηγάδι. Σήμερα δεν σώζεται τίποτα. Το μετόχι ακούγεται σαν τοπωνύμιο. “Στου Μόρο”.

ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΤΟΧΙΟΥ

Α. Τα χρυσαφικά του Αράπη

Η παράδοση αναφέρει ότι η Χατζή Τζαγκάραινα, μια παλιά κάτοικος του Αγίου Γεωργίου, πήγε ένα μεσημέρι στην τοποθεσία Μόρο και είδε έναν Αράπη να λιάζει πάνω στις ανάπλες πολλά χρυσαφικά. Η Χατζίνα φοβήθηκε τον Αράπη και τρομαγμένη γύρισε στο χωριό και ανάφερε το γεγονός. Τότε έτρεξαν πολλοί χωριανοί και πήγαν, αλλά δεν είδαν ούτε Αράπη, ούτε χρυσαφικά.

Ο φόβος της Χατζίνας ήταν ίσως δικαιολογημένος γιατί η σκληρότητα και η βαρβαρότητα των Αράβων (Σαρακηνών) ήταν τόσο μεγάλη, ώστε όχι μόνο υπήρξε το φόβητρο των μικρών παιδιών της Κρήτης (“θα σε φάει ο Αράπης”, “θα σε πάρει ο Αράπης” κ.λ.π.) αλλά και επλάστηκαν πολλοί θρύλοι και παραδόσεις για Σαρακηνούς που ζουν σε χαλάσματα και σπηλιές.

Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι οι Αραβες Σαρακηνοί κυρίαρχησαν την Κρήτη από το 824-961 μ.Χ. σαν κουρσάροι.

Β. Η καμπάνα του Αη Γιάννη στου Μόρο

Κατά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669 μ.Χ. απαγορεύτηκαν οι καμπανοκρουσίες. Ο μουσουλμανικός φανατισμός δεν ανέχετο να διαλαλούν οι Χριστιανοί την πίστη τους με τις καμπάνες των εκκλησιών. Διατάχθηκαν λοιπόν οι Χριστιανοί, να κατεβάσουν τις καμπάνες και να τις παραδώσουν στους πασάδες. Σε πολλές όμως πόλεις και χωριά, αντί να τις παραδώσουν, τις έκρυψαν σε μυστικά μέρη όπου με το πέρασμα του χρόνου λησμονήθηκαν και έμεινε μόνο η παράδοση ότι κάπου βρίσκονται κρυμμένες.

Πολλοί μάλιστα πασάδες για ν’ αποσπάσουν χρήματα από Χριστιανούς, τους κατηγορούσαν ότι είχαν κρυμμένη καμπάνα και οι καημένοι οι ραγιάδες για να γλιτώσουν τη ζωή τους που κινδύνευε, υποχρεώνονταν να καταβάλλουν το απαιτούμενο χρηματικό ποσό.

Τέτοιες κρυμμένες καμπάνες λέγεται ότι βρέθηκαν σε πολλά χωριά μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, που επιτράπηκε στους Χριστιανούς να κρεμούν καμπάνες στις εκκλησίες τους.

Η παράδοση αναφέρει ότι υπήρχε στην εκκλησία στου Μόρο καμπάνα επί Τουρκοκρατίας και ότι οι Χριστιανοί του χωριού Αγ. Γεωργίου την έκρυψαν σ’ ένα πηγάδι, που σωζόταν πριν μερικά ακόμη χρόνια στην νότια πλευρά της εκκλησίας, έξω από τα τείχη της αυλής της.

Λέγεται ακόμη, ότι πολλοί ευσεβείς Χριστιανοί, την είχαν ακούσει να κτυπά, αλλά ποτέ δεν αποφάσισαν να ψάξουν και να την βρουν γιατί λεει ήταν στοιχειωμένη και δεν μπορούσαν.

Αλλη παράδοση αναφέρει ότι η καμπάνα βρίσκεται κρυμμένη στην Κεφάλα στη σπηλιά που είδε η Χατζίνα τον Αράπη να λιάζει τα χρυσαφικά του (οι πληροφορίες μου δόθηκαν από τον Εμμ. Ι. Τζιράκη ετών 85 το 1982).

17. Το μετόχι του Μούση

Βρισκόταν μεταξύ των χωριών Πλάτης και Γεροντωμουρί (Αγ. Χαράλαμπος). Στην απογραφή του Βασιλικάτα φέρεται κατοικημένο. Μετά ασφαλώς διαλύθηκε.

18. Μετόχι Μυγογιάννη

Βρισκόταν πιθανώς βόρεια του χωριού Μ. Λασιθίου, όπου είναι σήμερα το νεκροταφείο του χωριού. Αναφέρεται στην απογραφή του Βασιλικάτα κατοικημένο. Σήμερα ακούγεται ως τοπωνύμιο.

19. Μετόχι Σαρακηνού

Ασφαλώς βρισκόταν Ν.Α. του σημερινού οικισμού Μ. Λασιθάκι.

Αναφέρεται από το Βασιλικάτα κατοικημένο. Ο οικισμός διαλύθηκε γρήγορα. Τα σπίτια χάλασαν και έχουν γίνει οι πέτρες τους ένας σωρός, ένας τρόχαλος, γι’ αυτό ακούγεται σήμερα ως τοπωνύμιο “του Σαρακηνού τον τρόχαλο”. Η παράδοση αναφέρει ότι σε παρακείμενο σπήλαιο είχε κρυφτεί θησαυρός και ότι πολλοί κάτοικοι του μετοχιού είχαν κατεβεί στο σπήλαιο προς αναζήτησή του. Ας μην ξεχνάμε ότι τους Σαρακηνούς τους έχουμε συνδέσει και με κρυμμένους θησαυρούς.

20. Μετόχι Σιδιακού

Βρισκόταν μάλλον στην περιοχή του Μ. Λασιθίου. Αναφέρεται στην απογραφή του Βασιλικάτα χωρίς κατοίκους. Σήμερα ακούγεται ως τοπωνύμιο.

21. Μετόχι Σκαφίδια

Βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του χωριού Τζερμιάδω κοντά στην εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα. Αναφέρεται από το Βασιλικάτα κατοικημένο. Πήρε την ονομασία του από τα μακρόστενα σκαφίδια, που είχαν σκαλίσει οι κάτοικοι του μετοχιού σε κορμούς δέντρων, τα είχαν τοποθετήσει στην άκρη υπάρχουσας πηγής για να πίνουν νερό τα ζώα της γειτονιάς. Οπως με πληροφορούν, η πηγή υφίσταται και τα σκαφίδια έχουν αντικατασταθεί με τσιμεντένια όπου οι σημερινές γειτόνισσες πλένουν τα χοντρά ρούχα του νοικοκυριού τους.

Το μετόχι Σκαφίδια ενώθηκε αργότερα με το χωριό Τζερμιάδω και σήμερα ακούγεται ως τοπωνύμιο.

Η παράδοση αναφέρει ότι από την πηγή αυτή, που φημιζόταν για το ιαματικό νερό της, έπαιρνε νερό για πιόσιμο ο Κερήμ Αγάς, πασάς του Ηρακλείου τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Εκείνος είχε διατάξει το μουχτάρη (πρόεδρο κοινότητας) του Τζερμιάδω να βάζει εναλλάξ αγγαρεία τους κατοίκους του χωριού να του μεταφέρουν με τα ζώα τους νερό της πηγής. Κάποτε ήρθε και η σειρά κάποιου με το όνομα Κοντογιάννη. Ο πονηρός Κοντογιάννης, για να κατέβει καβαλάρης μέχρι τον Καρτερό Ηρακλείου, δεν γέμισε τ’ ασκιά από την πηγή, αλλά από ένα πηγάδι του Καρτερού, αμφιβόλου ποιότητας. Οταν έφτασε στο σπίτι του Αγά, παρατήρησε ο Αγάς ότι τ’ ασκιά ήσαν βρεγμένα απ’ έξω. Στην παρατήρηση δε τί συμβαίνει, ο Κοντογιάννης το δικαιολόγησε ότι την νύχτα είχε απογούρα και δεν στέγνωσαν τ’ ασκιά. Ο Αγάς κέρασε τον αγωγιάτη μια φακή και εκείνος ζήτησε ένα τάσι φρέσκο νερό. Ο Κοντογιάννης, ανήσυχος, έπιασε κουβέντα του Αγά. Ηθελε να περάσει κάποιος χρόνος για να διαπιστώσει ότι το νερό δεν θα τον πείραζε και θα γλίτωνε την ελονοσία. Αφού πέρασε κάποιος χρόνος και δεν είχε πάθει τίποτε, έφυγε ευχαριστημένος. Οταν όμως έφτανε στα Δύο Αοράκια, είδε πως τον κυνηγούσαν δυο Τούρκοι με τα μπεγίρια τους. Κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε από το φόβο του. Οι Τούρκοι έδωσαν στον αγωγιάτη ένα γράμμα του Αγά για το μουχτάρη και επέστρεψαν στο Ηράκλειο.

Το γράμμα έγραφε να μην του ξαναπέψουν νερό απ’ αυτή την πηγή. Φοβήθηκε ασφαλώς πως μια μέρα θα τον φαρμάκωναν. Ετσι, η πονηριά του Κοντογιάννη έγινε η αφορμή να απαλλαγούν οι Τζερμιαδιανοί από την κοπιαστική αγγαρεία του μουχτάρη.

21Α. Μετόχι Σπέρα

Βρισκόταν κοντά στο μετόχι του Φάμπρο δηλαδή κοντά στο σημερινό χωριό Καμινάκι. Ο Τζιάκομο Σπέρα ήταν Ενετός από το Ναύπλιο. Ενας απ’ αυτούς που εγκατέστησε η Βενετία στο Λασίθι για να καλλιεργήσει χωράφια. Αναφέρεται από το Βασιλικάτα χωρίς κατοίκους. Πήρε το όνομά του από τον πρώτο οικιστή του Σπέρα.

22. Μετόχι Ταπεινού Ορφανού

Βρισκόταν κοντά στο μετόχι Γαϊδουρόμαντρα, το σημερινό Κάτω Μετόχι, μεταξύ του Κάτω Μετοχιού και Γεροντωμουρί (Αγ. Χαράλαμπος). Αναφέρεται στις απογραφές του Καστροφύλακα και Βασιλικάτα χωρίς κατοίκους. Μετά ασφαλώς εγκαταλείφθηκε. Κατοικήθηκε κατά πρώτο από κάποιον ονόματι Ορφανό από τον οποίο πήρε και το όνομά του. Το επίθετο σώζεται σήμερα στον Αγ. Χαράλαμπο, τον Αγ. Γεώργιο, τον Αγ. Κωνσταντίνο και το Μαρμακέτω.

23. Μετόχι Τζόγια

Βρισκόταν ίσως μεταξύ Πλάτης και Αγ. Χαραλάμπους ή μεταξύ Πλάτης και Ψυχρού. Πάντως, κοντά στην Πλάτη. Αναφέρεται και στις δυο Ενετικές απογραφές κατοικημένο. Πολλοί Πλατιανοί ισχυρίζονται ότι το οικογενειακό επίθετο των Λαγκωνάκηδων από την Πλάτη, προέρχεται από το επίθετο Τζόγιας. Ο Τζόγιας, από τον οποίο σαν πρώτο οικιστή του μετοχιού πήρε το όνομα το μετόχι, ήταν Καστελάνος και σ’ αυτόν παραχωρήθηκαν από τους Ενετούς το 1545 πολλά χωράφια του Λασιθίου για καλλιέργειά τους. Καστελάνος = Επαρχος και Καστέλι = η έδρα του Καστελάνου. Το Λασίθι, αξίζει ν’ αναφέρουμε, ότι δεν υπήρξε, δεν αποτέλεσε ποτέ Καστελανία. Ανήκε απ’ ευθείας στο Χάντακα. Το μετόχι του Τζόγια αναφέρεται και σε Τούρκικα έγγραφα, επομένως διατηρήθηκε και μέχρι την Τουρκοκρατία.

24. Μετόχι Τσαγκαροχώρι

Δεν γνωρίζουμε πού ακριβώς βρισκόταν. Πολλοί Μεσαλασθιώτες ισχυρίζονται ότι βρισκόταν κοντά στο χωριό τους και ότι το όνομά του το πήρε από κάποιο χωριανό που ασχολιόταν με το επάγγελμα του τσαγκάρη. Αναφέρεται στην απογραφή του Βασιλικάτα κατοικημένο.

25. Μετόχι του Φοραδάρη

Βρισκόταν νότια του οικισμού Μ. Λασιθάκι, όπου σωζόταν για πολλά χρόνια ένα πηγάδι απ’ όπου υδρευόταν το μετόχι. Αναφέρεται στις Ενετικές απογραφές ακατοίκητο. Σήμερα σώζεται ως τοπωνύμιο. “Στου Φοραδάρη το πηγάδι”. Το μετόχι ακούγεται και του Βασμούδου.

26. Μετόχι του Χώνου

Βρισκόταν γύρω από την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου στο Χώνο, όπου ο δρόμος προς του Τσούλη το μνήμα. Αναφέρεται στις απογραφές των Ενετών κατοικημένο.

Ασφαλώς είναι ίδιο με το μετόχι του Α- Γιώργη του Εντίχτη.

27. Μετόχι Ωχρα ή Πλαϊδενό (Πλατιανώ)

Βρισκόταν όπου ο σημερινός οικισμός Πλατιανώ που σήμερα είναι ενωμένος με το χωριό Αγ. Γεώργιος. Το μετόχι πήρε την ονομασία του από το χρώμα της γης της περιοχής που μοιάζει με την ώχρα. Το μετόχι αναφέρεται στην απογραφή του Βασιλικάτα κατοικημένο. Για τον οικισμό του Πλατιανού βλέπε: μετόχι Αγ. Γεώργιος.

ΜΕΤΟΧΙΑ ΤΟΥ ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ ΛΑΣΙΘΙΟΥ ΠΟΥ ΕΞΕΛΙΧΘΗΚΑΝ ΣΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΧΩΡΙΑ

1. Μετόχι Αναβρακόντε

Είναι το σημερινό χωριό Αβρακόντε. Αναφέρεται από την απογραφή του Καστροφύλακα (1583).

Η ονομασία προέρχεται ή από τον ευγενή Ενετό Κόντε που λεγόταν Αβραάμ (Αβραάμ + Κόντε = Αβρακόντε) ή από την κόρη του την Αύρα στην οποία λέγεται ότι παραχωρήθηκε το μετόχι (Αύρα + Κόντε = Αβρακόντε). Από Ενετικό έγγραφο του 1545, διαπιστώνεται ότι ο Κόντε Αβραάμ ήταν ο πρώτος Ναυπλιώτης οικιστής του μετοχιού που στάλθηκε από την Ενετική κυβέρνηση στο Λασίθι και του παραχωρήθηκε ένα μεγάλο τμήμα του κάμπου να το καλλιεργεί. Επομένως, το μετόχι κτίστηκε μετά το 1545. Το μετόχι δεν διαλύθηκε και είχε μια ανοδική πληθυσμιακή εξέλιξη. Από το 1881 ανήκε στον Δήμο Ψυχρού. Οταν καταργήθηκαν οι Δήμοι, υπήχθηκε στην κοινότητα Αγίου Γεωργίου μέχρι το 1928 οπότε απέκτησε δική του κοινότητα μαζί με το συνοικισμό της Κουδουμαλιάς μέχρι το 1998 οπότε καταργήθηκε η κοινότητά του και έκτοτε ανήκει στο Δήμο Οροπεδίου.

2. Μετόχι Αγ. Γεώργιος

Βρισκόταν στη θέση που βρίσκεται σήμερα το χωριό Αγ. Γεώργιος. Κτίστηκε ασφαλώς μετά το 1463, όταν οι Ενετοί επέτρεψαν την καλλιέργεια του κάμπου. Πιθανόν στο ίδιο μέρος να υπήρχε οικισμός επί υστεροβυζαντινής εποχής, ο οποίος καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Ενετούς όταν διετάχθη η ερήμωση του Οροπεδίου (1293). Κάνω αυτή τη σκέψη γιατί η παράδοση αναφέρει ότι τριγύρω από τον υπάρχοντα και σήμερα στο κέντρο του χωριού τεράστιο ριζιμιό βράχο (χαράκι) υπήρχε ένας οικισμός που τον έλεγαν Χάρακα.

Οταν δημιουργήθηκε το μετόχι, εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό οι κάτοικοι των διαλυθέντων μετοχιών της περιοχής (Κλήμα, Βασιλικού και Αγίας Πελαγίας). Η παράδοση μάλιστα αναφέρει δυο οικογένειες του μετοχιού Αγ. Πελαγίας των Παναγιωτάκηδων και Αγγελάκηδων που μετοίκησαν και εγκαταστάθηκαν στο μετόχι του Αγ. Γεωργίου συμβάλλουσες και αυτές στην πληθυσμιακή του εξέλιξη και τη δημιουργία του χωριού. Η οικογένεια μάλιστα των Αγγελάκηδων, κατοίκησε σε ίδιο συνοικισμό που ονομάστηκε χωριδάκι ή “των Αγγελίδων”. Ο συνοικισμός αυτός πλαισιώθηκε και από άλλες οικογένειες αργότερα. Οι οικογένειες αυτές των Αγγελίδων μετοίκησαν, εκτός από μια, σ’ άλλες περιοχές εκτός Οροπεδίου (Βόνη Πεδιάδας, Γαρίπα Μονοφατσίου, Ηράκλειο, Αθήνα) και τα σπίτια τους σώζονται ερειπωμένα.

Το χωριό Αγιος Γεώργιος ενώθηκε με τον συνοικισμό Πλατανιά τα μέσα του περασμένου αιώνα σε μια κοινότητα του Αγ. Γεωργίου. Γι’ αυτό θα μιλήσουμε παρακάτω. Το χωριό ανήκε από το 1881-1900 στο Δήμο Ψυχρού.

Εκτοτε, μέχρι το 1998 έχει δική του κοινότητα. Από το 1998 ανήκει στον Δήμο Οροπεδίου Λασιθίου. Την ονομασία του την οφείλει στον προστάτη του.

3. Μετόχι Αγίου Κωνσταντίνου

Βρισκόταν στην ίδια θέση που βρίσκεται σήμερα το χωριό. Δημιουργήθηκε μετά τον συνοικισμό του Λασιθίου. Αναφέρεται στην απογραφή του Βασιλικάτα κατοικημένο και μάλιστα δεύτερο σε πληθυσμό στο Λασίθι (βλέπε πίνακα). Δική του κοινότητα απέκτησε το 1928. Από το 1998 ανήκει στο Δήμο Οροπεδίου.

4. Μετόχι Γεροντωμουρί (σημερινό χωριό Αγ. Χαράλαμπος)

Το μετόχι αυτό, όπως και το σημερινό χωριό, βρισκόταν σε μια έξαρση του εδάφους (μουρί) απ’ όπου η θέα του κάμπου είναι θαυμάσια. Δημιουργήθηκε ασφαλώς από τους μετοικήσαντες κατοίκους του διαλυθέντος πολύ νωρίς μετοχιού “του Ταπεινού Ορφανού” που δεν αναφέρεται σε καμία Ενετική απογραφή. Το επίθετο όμως “Ορφανού”, σώζεται σήμερα στο χωριό αυτό, όπως και στα χωριά Αγ. Γεώργιο, Αγ. Κωνσταντίνο και Μαρμακέτω. Αναφέρεται στην απογραφή του Καστροφύλακα και στις μετέπειτα απογραφές. Η πληθυσμιακή εξέλιξή του ήταν πάντα ανοδική, αν εξαιρέσουμε τις τελευταίες απογραφές. Από τις συστάσεις των κοινοτήτων, ανήκε στην κοινότητα Κάτω Μετοχίου. Το 1961 του δόθηκε η ονομασία Αγ. Χαράλαμπος. Σήμερα ανήκει στο Δήμο Οροπεδίου.

5. Μετόχι Καμινάκι

Βρισκόταν όπου βρίσκεται σήμερα το ομώνυμο χωριό. Λεγόταν μετόχι του Φάμπρο, που θα πει χαρκιάς, σιδεράς. Ο Φάμπρο ήταν Ενετός που έφτιαχνε και επιδιόρθωνε γεωργικά εργαλεία. Πήρε την ονομασία του όχι από τον πρώτο οικιστή του, αλλά από τα καμίνια (ασβεστοκάμινα και καρβουνοκάμινα) που έφτιαχναν οι κάτοικοί του. Ως μετόχι του Φάμπρο δεν αναφέρεται ούτε στις Ενετικές ούτε στις άλλες απογραφές, με το όνομα όμως Καμινάκι, αναφέρεται και από τον Καστροφύλακα και από το Βασιλικάτα, αλλά ακατοίκητο. Κατοικημένο φέρεται στην Τούρκικη απογραφή του 1671, όπως και στις μετέπειτα. Το 1881 αναφέρεται στο Δήμο Ψυχρού όπως και το 1900. Το 1928 έχει δική του κοινότητα μέχρι το 1998 οπότε υπάγεται στο Δήμο Οροπεδίου Λασιθίου.

6. Μετόχι Κάτω Μετόχι

Βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το χωριό. Είναι το μοναδικό που διέσωσε την ονομασία του. Στην θέση του είχε δημιουργηθεί μετά τον εποικισμό του Λασιθίου, ένας μεγάλος οικισμός που λεγόταν Γαϊδουρόμαντρα. Ο οικισμός που είχε πρόχειρα σπίτια σαν Κρητικές μάντρες, χρησίμευε στους αγωγιάτες που μετάφερναν τα σιτηρά φόρους και δικαιώματα του Ενετικού κράτους από τις κρατικές αποθήκες του Μόρο και των Μαγατζέδων στις άλλες κρατικές Ενετικές αποθήκες του Καστελίου Πεδιάδας. Στο μετόχι αυτό διανυκτέρευαν με τα γαϊδουρομούλαρά τους για να κονταίνουν τη διαδρομή. Το μετόχι διατήρησε την ονομασία Γαϊδουρόμαντρα μέχρι το 1691. Αναφέρεται κατά την απογραφή του Καστροφύλακα σαν ένα από τα μεγαλύτερα μετόχια του Οροπεδίου.

Την ονομασία Κάτω Μετόχι την πήρε το 1842. Από το 1881 έως το 1900 ανήκε στο Δήμο Ψυχρού. Το 1928 απέκτησε δική του κοινότητα στην οποία υπαγόταν και ο συνοικισμός Γεροντωμουρί (Αγ. Χαράλαμπος). Μετά το 1998 ανήκει στον Δήμο Οροπεδίου Λασιθίου.

7. Μετόχι Κουδουμαλιά

Βρισκόταν στο ίδιο μέρος που βρίσκεται σήμερα ο ομώνυμος συνοικισμός. Πήρε το όνομά του από το φυτό Κράταιγος ο αγαρόλος κοινώς Κουδούμαλος (Αντρικοκιά) που αφθονούσε από τότε στην περιοχή του. Κτίστηκε ασφαλώς προτού να γίνει η απογραφή του Καστροφύλακα (1583) αφού τότε αναφέρεται κατοικημένο. Στην Αιγυπτιακή απογραφή του 1834 είχε μαζί με τον Αβρακόντε, τον Πλατιανό και τον Αγ. Γεώργιο, 100 Χριστιανικές οικογένειες. Το 1881 μέχρι το 1900 ανήκε στο Δήμο Ψυχρού. Το 1928 ανήκε στην κοινότητα Αγ. Γεωργίου και από το 1940 και εξής, στην κοινότητα Αβρακόντε. Από το 1998 ανήκει στο Δήμο Οροπεδίου.

8. Μετόχι Λαγού

Βρισκόταν όπου σήμερα το ομώνυμο χωριό Λαγού. Η ονομασία του οφείλεται στον πρώτο οικιστή του που είχε το επώνυμο “Λαγός”. Το επίθετο αυτό δεν σώζεται ούτε στο χωριό Λαγού, ούτε σ’ άλλο χωριό του Οροπεδίου. Σώζεται όμως στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο και στην Ιεράπετρα. Στην απογραφή του Καστροφύλακα αναφέρεται ακατοίκητο, ενώ στην απογραφή του Βασιλικάτα φέρεται κατοικημένο.

9. Μετόχι Μαγουλά

Βρισκόταν όπου και το ομώνυμο σήμερα χωριό Μαγουλάς. Πήρε την ονομασία του από τον πρώτο οικιστή του τον Μαγουλά. Πολλοί ισχυρίζονται ότι την ονομασία του την οφείλει από τη θέση που είναι κτισμένο, που μοιάζει σαν μάγουλο. Διότι, στα λατινικά Μagulum σημαίνει παρειά, μάγουλο. Υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα μετόχια του Οροπεδίου, αφού στη απογραφή του Βασιλικάτα αναφέρεται από τα πρώτα σε πληθυσμό. Με το επίθετο Μαγουλάς δεν υπάρχει κανείς στο χωριό, αλλά ούτε στ’ άλλα χωριά του Οροπεδίου. Αξίζει εδώ να μνημονεύσουμε ότι επί Τουρκοκρατίας, γύρω στο 1720 ζούσε τα καλοκαίρια στο Μαγουλά ο περιβόητος πασάς Ζάδε Αχμέτ ο ενοικιαστής του φόρου, ο μουκατατζής, ο οποίος με τους άδικους και παράνομους φόρους που εισέπρατε από τους καλλιεργητές, απέκτησε τόση περιουσία ώστε να θεωρείται ο πλουσιότερος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τουλάχιστον στην Κρήτη. Είχε όμως κακό τέλος. Το μετόχι, από το 1881 έως και το 1900 ανήκε στον Δήμο Ψυχρού. Από το 1928 έως το 1998 ανήκε στην κοινότητα Ψυχρού και έκτοτε ανήκει στον Δήμο Οροπεδίου.

10. Μετόχι Μαρμακέτω

Βρισκόταν όπου βρίσκεται σήμερα το ομώνυμο χωριό. Πήρε την ονομασία του από τον πρώτο οικιστή του τον Μαρμακιώτη ή Μαρμακέτη. Αναφέρεται στην απογραφή του Βασιλικάτα κατοικημένο. Το 1881 ενώθηκε με το μετόχι Φαρσάρω και ανήκαν μαζί στον ίδιο Δήμο, το Δήμο Τζερμιάδω. Το 1920 απέκτησαν δική τους κοινότητα μέχρι το 1998. Εκτοτε, ανήκει στον Δήμο Οροπεδίου. Είναι η γενέτειρα του θρυλικού Κρητικού ήρωα Μανόλη Καζάνη που έδρασε επί Τουρκοκρατίας.

11. Χωριό Μέσα Λασίθι

Δεν αναφέρεται στις Ενετικές απογραφές. Για πρώτη φορά αναφέρεται στην Τούρκικη απογραφή του 1671. Το 1881 αναφέρεται σαν χωριό που ανήκει στον Δήμο Τζερμιάδω, όπως και σήμερα. Ανατολικά του χωριού βρίσκεται ο συνοικισμός Σμαϊλιανώ, που ανήκε στην κοινότητα Μ. Λασιθίου μέχρι το 1998 και έκτοτε όπως όλοι οι συνοικισμοί και τα χωριά του Οροπεδίου, στον Δήμο Τζερμιάδω. Στο Σμαϊλιανώ, είχε την έδρα του ο Τούρκος Γερλή Αγασή Ισμαήλ Αγάς, που εισέπρατε τους φόρους του Ανατολικού Οροπεδίου για την Τούρκικη Κυβέρνηση.

Απ’ αυτόν πήρε ο συνοικισμός την ονομασία του.

12. Μέσα Λασιθάκι

Οικισμός που ανήκε πάντοτε στην κοινότητα Μ. Λασιθίου. Στις απογραφές 1583, 1630, και 1671 δεν αναφέρεται καθόλου. Για πρώτη φορά αναφέρεται στην απογραφή του 1900 και έκτοτε αναφέρεται ανελλιπώς. Σήμερα ανήκει στον Δήμο Οροπεδίου.

13. Μετόχι Πινακιανώ

Βρισκόταν όπου και το ομώνυμο σήμερα χωριό. Αναφέρεται για πρώτη φορά στην Αιγυπτιακή απογραφή του 1834 με αρκετές οικογένειες. Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο οικιστή του τον Πινακιανό. Από το 1881 μέχρι το 1900 ανήκε στον Δήμο Τζερμιάδω και από το 1951 ανήκε στην κοινότητα Λαγού μέχρι το 1998. Εκτοτε, ανήκει στον Δήμο Οροπεδίου.

14. Μετόχι Πλατιανώ

Η αρχική ονομασία του μετοχιού ήταν Ωχρα από το χρώμα του εδάφους της περιοχής. Αναφέρεται από το Βασιλικάτα και εξής. Σ’ αυτή μάλιστα την απογραφή αναφέρεται ως Ωχρα ή Πλαθιανώ. Μετόχι κατοικημένο. Στην απογραφή του Καστροφύλακα αναφέρεται, αν και ακατοίκητο, ως Μετόχι Πλαϊτανό που υποθέτει ότι ήταν ο πρώτος οικιστής του.

Η παράδοση δεν απέχει πολύ από αυτή την άποψη. Αυτήα αναφέρει ότι στην Β.Α. πλευρά του λόφου Πετροκαλύβα, υπήρχαν από παλαιότερα πηγές, που λόγω των πολλών βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων, έτρεχαν χειμώνα - καλοκαίρι μιας κουτσουνάρας (υδρορροής) νερό δυνάμενο να κινήσει νερόμυλο. Οι πηγές που σώζονται ακόμη και σήμερα, έδωσαν στην περιοχή το όνομα “Κουτσουνάρι”. Σ’ αυτό το μέρος μετοίκησαν ορισμένοι προοδευτικοί κάτοικοι από το μετόχι του Οροπεδίου Πλάτη και έφτιαξαν νερόμυλο, όπου άλεθαν οι κάτοικοι της περιοχής τα σιτηρά τους. Οι πρώτοι αυτοί οικιστές από την Πλάτη, οι Πλαθιανοί, έδωσαν στο μετόχι το όνομά τους. Το μετόχι Πλατιανώ είχε σοβαρή πληθυσμιακή εξέλιξη. Ενώθηκε με το χωριά Αγ. Γεώργιο σε μια κοινότητα, την κοινότητα του Αγ. Γεωργίου. Και σήμερα ακόμα αναφέρεται από τους Αγιοργιώτες ως Πλατιανώ ή Απάνω Χωριό, και ο Αγ. Γεώργιος ως Κάτω Χωριό. Στις απογραφές ξεχώριζε σαν ιδιαίτερο χωριό μέχρι το 1940. Από το 1881 μέχρι το 1900 αναφέρονται και τα δυο χωριά ανήκοντα στον Δήμο Ψυχρού. Η κοινότητα του Αγ. Γεωργίου είχε ανεξαρτησίας μέχρι το 1998. Εκτοτε, ανήκει στον Δήμο Οροπεδίου Λασιθίου.

15. Μετόχι Πλάτης

Βρισκόταν όπου και το ομώνυμο σήμερα χωριό. Στην απογραφή του Καστροφύλακα, αναφέρεται μετόχι Πλάτη του Σακελάρη, ακατοίκητο. Ο Σακελάρης ασφαλώς, ήταν κάποιος προύχοντας του μετοχιού που το επίθετό του διατηρείται στα χωριά Ψυχρό, Καμινάκι και Αγ. Κωνσταντίνο, όχι όμως στην Πλάτη. Στο μετόχι αυτό μετοίκησαν οι λιγοστοί κάτοικοι του μετοχιού: Ταπεινού Ορφανού που βρισκόταν ανάμεσα στο μετόχι Γαϊδουρόμαντρα και Πλάτης. Αναφέρεται και στην απογραφή του Βασιλικάτα, αλλά χωρίς κατοίκους. Το μετόχι εξελίχθηκε πολύ γρήγορα σε χωριό και η πληθυσμιακή του κατάσταση υπήρξε ανοδική. Στις απογραφές του 1881 και 1900 ανήκε στον Δήμο Ψυχρού. Εκτοτε, και μέχρι το 1940, ανήκε στην κοινότητα Ψυχρού. Το 1940 χωρίστηκε και αποτέλεσε δική του κοινότητα.

Από το 1998 ανήκει στον Δήμο Οροπεδίου Λασιθίου.

Το χωριό Πλάτη έχει αρχαιολογικό ενδιαφέρον γιατί με τις ανασκαφές που έκανε το 1913 η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή, βγήκαν στο φως τρια μινωικά κτίσματα της υστερομινωικής πρώτης και τρίτης περιόδου που υπολογίζεται ότι ήταν κάποιο μινωικό ανάκτορο.

16. Χωριό Εξω Ποταμοί

Δημιουργήθηκε ασφαλώς μετά τον εποικισμό του Λασιθίου.

Δεν αναφέρεται στην απογραφή του Καστροφύλακα. Στην απογραφή του Βασιλικάτα αναφέρεται χωρίς κατοίκους και ανήκε στην επαρχία Mεραμβέλλου, όχι όμως σαν μετόχι. Κατοικημένο φαίνεται από το 1671 και εξής. Το 1881 και το 1900 αναφέρεται ν’ ανήκει στον Δήμο Τζερμιάδω. Το 1926 υπήρξε έδρα ομώνυμης κοινότητας στην οποία υπαγόταν ο συνοικισμός Μέσα Ποτάμων και Ρουσακιανά. Ο συνοικισμός Ρουσακιανά πήρε το όνομά του από τον πρώτο οικιστή του τον Ρουσάκη. Αναφέρεται σ’ όλες τις απογραφές μετά το 1671 κατοικημένο. Οι Έξω και Μ. Ποτάμοι, ανήκουν στον Δήμο Αγίου Νικολάου από το 1998 και μετά.

17. Οικισμός Μέσα Ποτάμοι

Οικισμός των Εξω Ποτάμων της επαρχίας Λασιθίου. Η ένωση του 2 οικισμών σε μια κοινότητα έγινε το 1926. Δεν αναφέρεται και ο οικισμός αυτός στην απογραφή του Καστροφύλακα. Αναφέρεται όμως στην απογραφή του Βασιλικάτα αλλά χωρίς κατοίκους. Οχι όμως σαν μετόχι του Λασιθίου. Από το 1671 και εξής, αναφέρεται σ’ όλες τις απογραφές κατοικημένος. Το 1920 μάλιστα, ήταν έδρα ομώνυμου αγροτικού Δήμου. Σήμερα, μαζί με το χωριό Εξω Ποτάμοι, και τον οικισμό Ρουσακιανά, ανήκει στον Δήμο Αγίου Νικολάου Λασιθίου.

Οι δυο οικισμοί Μέσα και Εξω Ποτάμοι, πήραν την ονομασία τους από τους πολλούς ποταμούς (ρυάκια) που υπάρχουν στην περιοχή τους και τα οποία αφού ενωθούν, σχηματίζουν τον ποταμό Σκουλικάρη που διασχίζει τους οικισμούς αυτούς.

18. Μετόχι Τζερμιάδω

Το μετόχι κτίστηκε από την αρχή του εποικισμού του Οροπεδίου. Κοντά στ’ άλλα μετόχια: του Αλογόσπηλιοι, του Γαϊτανού, τα Σκαφίδια για τα οποία μιλήσαμε παραπάνω. Τα μετόχια αυτά που αναφέρονται στην απογραφή του Καστροφύλακα (1583) σιγά - σιγά απορροφήθηκαν από το μετόχι Τζερμιάδω και σήμερα ακούγονται σαν τοπωνύμια ή γειτονιές του χωριού.

Το μετόχι Τζερμιάδω, υπήρξε μεγάλο κατά τις Βενετσιάνικες απογραφές και έκτοτε εξελίχθηκε σε χωριό το μεγαλύτερο της επαρχίας Λασιθίου, εάν εξαιρέσουμε την απογραφή του 1951 κατά την οποία φέρεται το χωριό Αγ. Γεώργιος μεγαλύτερο. Γι’ αυτό υπήρξε ανέκαθεν ως πρωτεύουσα της επαρχίας Λασιθίου. Από το 1881 - 1900 υπήρξε έδρα του Δήμου Τζερμιάδω ενώ από το 1928 έως το 1998 αποτελούσε κοινότητα.

Εκτοτε, είναι έδρα του Δήμου Οροπεδίου Λασιθίου, στην οποία υπάγονται και όλες οι πρώην κοινότητες, εκτός της κοινότητας Εξω Ποτάμοι που μαζί με τους οικισμούς Μέσα Ποτάμοι και Ρουσακιανά ανήκουν στο Δήμο Αγ. Νικολάου.

Το χωριό πήρε τ’ όνομά του από τους Τζερμιάδες που ήσαν οι πρώτοι οικιστές του. Το επίθετο σήμερα σώζεται ως Τζερμιάς στο χωριό Τζερμιάδω, ως Τζερμινιάς στο χωριό Καμινάκι και ως Τζερμιαδιανός στο χωριό Μ. Λασίθι.

Ολη η περιοχή του Τζερμιάδω παρουσιάζει αρχαιολογικό ενδιαφέρον γιατί σε διάφορες τοποθεσίες εντός και εκτός του χωριού έχουν έρθει κατά καιρούς στο φως διάφορα ευρήματα νεολιθικής και μινωικής περιόδου, όπως είναι στο σπήλαιο της Τραπέζας (Κρόνιο) στον Αργουλέ, στα Σκαφίδια και αλλού, που χρονολογούνται πριν από το Δικταίο Αντρο.

19. Μετόχι Φαρσάρων

Είναι το μετόχι της οικογένειας των Φαρσάρων που πρωτοκατοικήθηκε μετά το 1463. Στην απογραφή του Καστροφύλακα αναφέρεται χωρίς κατοίκους, ενώ στην του Βασιλικάτα αναφέρεται κατοικημένο.

Σύντομα ενώθηκε με τον οικισμό Μαρμακέτω και αποτέλεσαν μια κοινότητα η οποία από το 1881 έως το 1900 ανήκε στον Δήμο Τζερμιάδω. Από το 1928 έως το 1998 μαζί με το χωριό Μαρμακέτω αποτελούν μια κοινότητα με έδρα το Μαρμακέτω. Εκτοτε, ανήκουν στον Δήμο Οροπεδίου Λασιθίου.

20. Μετόχι Ψυχρού

Ασφαλώς κτίστηκε πριν από το 1583 αφού αναφέρεται από τον Καστροφύλακα αλλά χωρίς κατοίκους. Κατά την απογραφή του Βασιλικάτα, φέρεται κατοικημένο και έκτοτε παρουσίασε σοβαρή πληθυσμιακή εξέλιξη και εξελίχθηκε σε χωριό, που σώζεται μέχρι σήμερα. Το έτος 1881 και το 1900 φέρεται έδρα Δήμου (του τέως Δήμου Ψυχρού), στον οποίο ανήκαν όλα τα χωριά και οι συνοικισμοί από τον Αγ. Γεώργιο μέχρι το Κάτω Μετόχι. Το 1928 γίνεται κοινότητα που κράτησε μέχρι το 1998. Τότε, με το σχέδιο “Καποδίστρια”, όλα τα χωριά και οι συνοικισμοί του Οροπεδίου, υπήχθησαν στο νεοσύστατο Δήμο Οροπεδίου Λασιθίου με έδρα τον Τζερμιάδω.

Είναι η πατρίδα των ιστορικών προσώπων: Αντωνίου Παπαδάκη μεγάλου ευεργέτη του Πανεπιστημίου Αθηνών και του αδελφού του Ισμαήλ Φερίκ Πασά διοικητή του Αιγυπτιακού στρατού που κατέστρεψε το Λασίθι στην επανάσταση του 1866.

Το Ψυχρό έγινε παγκόσμια γνωστό λόγω του Δικταίου Αντρου, τόπου όπου γεννήθηκε ο πατέρας των Θεών και των ανθρώπων νεφεληγερέτης Δίας.

ΠΙΝΑΚΑΣ

που φανερώνει τα μετόχια του Οροπεδίου Λασιθίου που παρέμειναν ως τοπωνύμια πληθυσμιακή εξέλιξη τους

Ονομασία Ενετικές απογραφές Τούρκικες απογραφές

α/α μετοχιού 1583 1630 1671 1781

1. Αγιοι Ανάργυροι - 6 σπίτια - -

2. Αγ. Κύριλλος - - - -

3. Αγουστί - 10 σπίτια 16 χαράτσα 72 χαράτσα

4. Αλογόσπηλοι - -

5. Αλέξαινας-Αγ. Πελαγίας19 κάτ 3 σπίτια

6. Βασιλικού 29 κάτ 2 σπίτια

7. Βίδων 8 σπίτια

8. Γαϊτανού - -

9. Εντίχτης ή Χώνος 12 κάτοικοι -

10. Καρδαμούτσα - 6 σπίτια

11. Κερασά - 3 σπίτια

12. Κλήμα 11 κάτοικοι 2 σπίτια

13. Γαϊδουρόμαντρα 6 σπίτια

14. Κοντού 2 σπίτια

15. Μαγατζέδες 30 κάτοικοι 3 σπίτια

16. Μόρο 4 σπίτια

17. Μούση 6 σπίτια

18. Μυγογιάννη 4 σπίτια

19. Σιδιακού - -

20. Σκαφίδια 4 σπίτια

21. Σπέρα - -

22. Ταπεινού Ορφανού - -

23. Τζόγια 14 κάτοικοι 7 σπίτια

24. Τζαγκαροχώρι 6 σπίτια

25. Φοραδάρη - -

26. Ωχρα 6 σπίτια

ΑΛΛΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Οι απογραφές του Καστροφύλακα (1583) και του Βασιλικάτα (1630) υπήρξαν πολύ ελλιπείς. Σε πολλά μετόχια λείπουν στοιχεία πληθυσμιακά.

Κατά την απογραφή του Καστροφύλακα ο πραγματικός πληθυσμός του Λασιθίου ήταν 257 κάτοικοι.

Κατά την Αιγυπτιακή απογραφή (1834) τα χωριά Αγ. Γεώργιος, Πλαθιανώ, Κουδουμαλιά και Αβρακόντε, είχαν όλα μαζί 100 οικογένειες.

Προ του 1951 το χωριό Πλαθιανώ είχε ενωθεί με το χωριό Αγ. Γεώργιο.

Τα χωριά της επαρχίας Λασιθίου παρουσίασαν την μεγαλύτερη πληθυσμιακή εξέλιξη κατά τις απογραφές του 1940, 1951, 1961 και 1928.

Στον πληθυσμό του χωριού Αβρακόντε, κατά την απογραφή του 1991, λογαριάστηκε και ο πληθυσμός του συνοικισμού Κουδουμαλιάς μετά του οποίου αποτελούσαν μια κοινότητα. Το ίδιο συνέβη και στην απογραφή του 2001.

Η ίδρυση των Δήμων Ψυχρού, είχε 2484 κατοίκους Χριστιανούς και 4 Τούρκους (2 στον Αγ. Γεώργιο και 2 στον Αβρακόντε) και ο Δήμος Τζερμιάδω είχε 2720 κατοίκους Χριστιανούς και 4 Τούρκους που έμεναν στο Τζερμιάδω.

Ολα τα σημερινά χωριά της επαρχίας Λασιθίου που ήταν έδρες κοινοτήτων προ του 1998, υπήρξαν έδρες ομώνυμων αγροτικών Δήμων το 1920.

Πώς πήραν τα ονόματά τους τα σημερινά χωριά της επαρχίας Λασιθίου.

Από τον πρώτο οικιστή τους (ανδρωνυμικά)

Τα χωριά Τζερμιάδω, Λαγού, Πινακιανώ, Φαρσάρω, Μαρμακέτω, Αβρακόντε, Μαγουλάς, και οι συνοικισμοί Πλατιανώ, Ρουσακιανώ, Ισμαηλινώ.

Το μοναδικό χωριό που διατήρησε την ονομασία του, είναι το Κάτω Μετόχι.

Από το όνομα δέντρων (φυτωνυμικά)

Το χωριό Κουδουμαλιά

Με όνομα αρχαϊκό είναι το χωριό Ψυχρό

Από την φυσιογνωμία του εδάφους

Τα χωριά Μέσα και Εξω Ποτάμοι, Μέσα Λασίθι, Μέσα Λασιθάκι, Καμινάκι.

Από το όνομα εκκλησίας

Τα χωριά Αγ. Γεώργιος, Αγ. Κωνσταντίνος, Αγ. Χαράλαμπος .

Για την αποστράγγιση του κάμπου του Οροπεδίου Λασιθίου, που λόγω της μακράς απαγόρευσης κατοίκησης και καλλιέργειάς του είχε βαλτώσει, ανοίχθηκαν με δαπάνες του Ενετικού κράτους οριζόντια και κάθετα χαντάκια που κατέληγαν στο Χώνο τις λεγόμενες “Λίνιες”. Ετσι ο κάμπος χωρίστηκε σε 659 μεγάλα τετράγωνα τα λεγομένα “Βουδέες”. Κάθε Βουδέα είχε έκταση 30 μουζουριών σπόρου (Μουζούρι = μονάδα χωρητικότητας δημητριακών). Το βάρος του κυμαίνεται. Από τις 659 βουδέες οι 323 διανεμήθηκαν δωρεάν στους Ναυπλιώτες και Μονεμβασιώτες σαν αποζημίωση των περιουσιών που άφησαν εγκαταλείποντας την πατρίδα τους, με την υποχρέωση να παραδίδουν στους φορατζήδες Ενετούς που διέμεναν στου Μόρο και στους Μαγατζέδες το ένα δεύτερο της σοδειάς τους. Αυτό το πληρώνονταν προς 8 γαζέτες το μουζούρι. Την υπόλοιπη έκταση των 336 βουδέων την ενοικίαζαν σε κατοίκους των όμορων επαρχιών για μια 5ετία αντί 15-30 μουζούρια στάρι την κάθε μια. Η γη όμως εξακολουθούσε ν’ ανήκει στο Ενετικό Δημόσιο και ξαναπαχτωνόταν μετά την 5ετία. Με τον τρόπο όμως αυτό, η γη εστερείτο ορισμένων έργων υποδομής όπως για παράδειγμα η διάνοιξη χαντακιών περιμετρικής των χωραφιών για την καλύτερη αποστράγγισή τους και επομένως την απόδοσή τους.

ΙΕΡΕΣ ΜΟΝΕΣ ΣΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΛΑΣΙΘΙΟΥ

Θα ήταν νομίζω μεγάλη παράλειψή μου, εάν στην παρούσα εργασία δεν ανέφερα και τις ιερές μονές του Οροπεδίου Λασιθίου εφόσον η ίδρυση και η λειτουργία τους συμπίπτει με την Ενετοκρατία.

Α. Ιερά μονή Κρουσταλλένιας

Είναι η πιο παλιά και η πιο ιστορική μονή του Οροπεδίου Λασιθίου. Για την χρονολογία της ίδρυσής της υπάρχουν δυο εκδοχές.

Η μια την φέρει να ιδρύεται κατά την Β’ Βυζαντινή περίοδο (961 -1204). Την άποψη αυτή συμμερίζεται ο ιστορικός Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο οποίος αναφέρει ότι μετά την νίκη των επαναστατών στην σφοδρή μάχη που δόθηκε στην θέση Αποσελέμη το 1273, (επανάσταση Χορτατσών) που άρχισε από το Οροπέδιο και κατά την οποία πληγώθηκε ο αρχηγός Γεώργιος Χορτάτσης, οι μαχητές και νικητές Κρητικοί αποσύρθηκαν στο Οροπέδιο και κατασκήνωσαν στην ιερά μονή Κρουσταλλένιας για να γιορτάσουν την νίκη τους.

Επομένως, υπήρχε από τότε η μονή και ασφαλώς υπήρχε και προ της κατάληψης της Κρήτης από τους Ενετούς αφού στα πρώτα χρόνια τους δεν επέτρεπαν να κτίζονται ορθόδοξοι ναοί.

Η άλλη εκδοχή είναι ότι, ανάμεσα στους πρόσφυγες που έφεραν οι Ενετοί από το Ναύπλιο και την Μονεμβασιά, και τους δώρισαν χωράφια για καλλιέργεια, όπως προαναφέραμε, υπήρχαν και δυο μοναχές αδελφές η Παλαντία και η Θεοκλίτη κόρες του Φραγκίσκου Ντανασή. Η Παλαντία ήταν ηγουμένη στη μονή της Παναγίας του Σπηλαίου και η Θεοκλίτη ηγουμένη στη μονή της Αγ. Μαρίνας στην περιοχή των Καλαβρύτων.

Σαν ήρθαν στο Λασίθι, τους παραχωρήθηκε δωρεάν κλήρος 300 στρεμμάτων με την υποχρέωση να χτίσουν μέσα σε δυο χρόνια δυο μονές στο Οροπέδιο με τα ονόματα των μονών που είχαν εγκαταλείψει.

Η ηγουμένη Παλαντία έκτισε την μονή της Παναγίας πιθανώς το 1545, αλλά την ονόμασε Κρουσταλλένια, άγνωστο για ποιό λόγο, στη θέση που βρίσκεται σήμερα.

Αν θεωρήσουμε την πρώτη εκδοχή σωστότερη, η μονή θα καταστράφηκε μαζί με όλα τα χωριά μετά την πρώτη απαγόρευση κατοίκησης του Λασιθίου (1293). Επομένως, η ηγουμένη Παλαντία έκτισε τη μονή πάνω στα θεμέλια της πρώτης.

Η μονή Κρουσταλλένιας, υπήρξε πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο της περιοχής και έπαιζε σπουδαίο ρόλο στα επαναστατικά συμβάντα τόσο επί Ενετοκρατίας, όσο και επί Τουρκοκρατίας. Εκεί ιδρύθηκε το 1850 μονοθέσιο Δημόσιο Δημοτικό Σχολείο για τα παιδιά του Αγ. Κωνσταντίνου, Μέσα Λασιθίου και Μέσα Λασιθακίου. Λειτούργησε μέχρι το 1925-26 και ύστερα καταργήθηκε γιατί ιδρύθηκαν σχολεία στον Αγ. Κωνσταντίνο και Μ. Λασίθι.

Β. Μονή Αγίας Πελαγίας

Και η ηγουμένη Θεοκλίτη έκτισε μέσα στα τακτά όρια που της ορίσθηκε, το 1545 μονή στις δυτικές υπώρειες της Δίκτης, απέναντι από το χωριό Αγ. Κωνσταντίνος την οποία ονόμασε όχι Αγία Μαρίνα, αλλά Αγία Πελαγία. Ηταν γυναικεία μονή αλλά είχε μικρό χρόνο ζωής.

Λειτούργησε μέχρι το 1583 και ύστερα διαλύθηκε, άγνωστο γιατί.

Γ. Μονή Βιδιανής

Η μονή Βιδιανής είναι πολύ νεότερη. Κτίστηκε το 1854 για χάρη της Ζωοδόχου Πηγής εκεί που άλλοτε βρισκόταν το μετόχι των Βίδον.

Λέγεται μάλιστα ότι οι κτήτορες ήσαν της ίδιας οικογένειας. Ηταν ανδρική μονή αλλά πυρπολήθηκε, εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε από τις ορδές του Ομέρ Πασά όταν το 1867 πάτησε το Λασίθι και κατέκαυσε και όλα τ’ άλλα χωριά του. Σήμερα ανακαινίζεται.

Δ. Ιερά μονή Καλλέργη

Στις ιερές μονές του Οροπεδίου Λασιθίου οφείλουμε να αναφέρουμε και τη μονή Καλλέργη που βρίσκεται κοντά στο Καστέλι Πεδιάδας. Είναι αφιερωμένη στον Αγ. Ιωάννη. Οπως βλέπουμε, αν και δεν είναι μέσα στο Λασίθι, ανήκει στην μονή Βιδιανής. Είναι μετόχι της μονής αυτής. Κτίστηκε πιθανότατα κατά τα χρόνια της Ενετοκρατίας. Το μαρτυρούν τα θολωτά κτίριά της. Γραπτές μαρτυρίες για τη μονή υπάρχουν από το 1874. Τότε αγοράστηκε από τον ηγούμενο της ιεράς μονής Βιδιανής κ. Μεθόδιο Περάκη ο οποίος εγκατέστησε σ’ αυτή αρκετούς μοναχούς. Πωλήτρια ήταν η Οθωμανίδα Σαληχά Λιατικοπούλα, ή Ξεσχιζοπούλα που είχε στην κατοχή της τα χωράφια μέσα στα οποία βρισκόταν η μονή. Στο πωλητήριο συμβόλαιο δεν αναφέρεται η μονή ασφαλώς για λόγους σεβασμού.

Μετά το θάνατο των μοναχών της, το μοναστήρι έπαυσε να λειτουργεί, εγκαταλείφθηκε το έτος 1947. Το 1990 εγκαταστάθηκε εκεί ο Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Αλεξάκης, ο οποίος την ανακαίνισε και την ανασυγκρότησε. Πέθανε όμως πρόωρα το 1998 και η μονή πάλι “ορφάνεψε”. Σήμερα δεν έχει κανένα μοναχό. Λειτουργείται όμως ανά 15θήμερο και διοικείται από ιεροεπιστασία.

Ε. Ιερά μονή Αγίων Αποστόλων

Κατά τα χρόνια της Εθνεγερσίας, και πριν απ’ αυτά, λειτουργούσε μονή στην θέση Αλόιδα ανατολικά του χωριού Μ. Λασίθι, στο όνομα των Αγίων Αποστόλων. Είχε ελάχιστους μοναχούς. Οταν το 1823 ο Χασάν Πασάς πάτησε το Λασίθι το επεχείρησε από ανατολάς, εφόσον το ασκέρι του είχε ανασχαιτισθεί τον προηγούμενο χρόνο από τους επαναστάτες στου Τσούλη το μνήμα και στην Αμπελο. Η επιχείρηση από ανατολάς ήταν ευκολότερη γιατί ήταν αφύλακτο το μέρος. Το Γενάρη λοιπόν του 1823, αφού κατέλαβε και κατέκαυσε την Κριτσά, στράφηκε προς το Λασίθι. Κατέβηκε από το Καθαρό, και περνώντας από την Αλόιδα κατέστρεψε τη μονή των Αγίων Αποστόλων. Οι ελάχιστοι μοναχοί της διασωθέντες, μετοίκησαν αργότερα στην ιερά μονή Κρουσταλλένιας. Η μονή Αγ. Αποστόλων έκτοτε δεν λειτούργησε. Σώζονται ερείπιά της.

ΘΕΟΜΗΝΙΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΗΜΙΕΣ

Αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι η Κρήτη, επομένως και το Λασίθι, δεν υπόφερνε μόνο από το σκληρό δυνάστη κατά τα χρόνια της Ενετοκρατίας, αλλά εδοκιμαζόταν τακτικά και από καταστρεπτικούς σεισμούς. Ονομαστοί έμειναν οι σεισμοί του 1416, του 1596 και του 1604. Ο τελευταίος μάλιστα με τους μετασεισμούς του κράτησε αρκετό χρόνο. Ηταν καταστρεπτικός. Ο κόσμος δεν κοιμόταν μέσα στα σπίτια αλλά στο ύπαιθρο. Οι παραπάνω σεισμοί αποδεκάτισαν τον πληθυσμό του Λασιθίου. Εκτός από τους σεισμούς, ο τόπος υπέφερε συχνά από λειψυδρία, σιτοδεία, πείνα και μολυσματικές ασθένειες.

Ενας από τους σοβαρούς λόγους της συχνής πείνας ήταν ο σύρκος. Ηταν μια ασθένεια των φυτών και κυρίως των σιτηρών, που επιστημονικά λέγεται ερυσίβη των σιτηρών. Η ασθένεια, όταν πιάσει τα φυτά, ακόμη και σήμερα, κάνει μεγάλες καταστροφές. Κατ’ αυτή συρκώνουν, όπως λέμε, τα φυτά που βρίσκονται σε μεγάλη υγρασία ιδίως την άνοιξη. Τα σιτηρά του Λασιθίου παλαιότερα και κυρίως μετά το 1574, οπότε υπήρχαν πολύ περισσότερες βροχές σε σύγκριση με σήμερα, υπέφεραν από σύρκο γιατί λόγω της γεωγραφικής διαμόρφωσής το, η αφούρα (ομίχλη) που πιάνει κάθε πρωί, δεν φεύγει εύκολα. Ανατέλει ο ήλιος, ζεσταίνει, βράζουν τα σπαρτά και δεν μεστώνουν. Το αμέστωτο στάρι δεν έκανε καλό ψωμί και το σπουδαιότερο, ήταν ακατάλληλο για σπορά. Τα χωράφια έμεναν άσπορα γιατί περίσσειος σπόρος δεν υπήρχε και αν ακόμη είχαν χρήματα να τον αγοράσουν. Ονομαστές ήταν οι σιτοδείες των ετών 1273, 1305 και 1306. Τότε δεν υπήρχαν και άλλα τρόφιμα και ο κόσμος του Λασιθίου τρεφόταν μόνο με χόρτα και φύλλα δέντρων.

Αξίζει επίσης εδώ ν’ αναφέρουμε, ότι ο λιμός του 1273 προήλθε κυρίως από την ανομβρία. Τότε λέγεται ότι έβρεξε μόνο μια φορά το χειμώνα και οι κάτοικοι του Λασιθίου, μα και όλης της Κρήτης, πέθαιναν από έλλειψη τροφών.

Αλήθεια φαίνεται πολύ παράξενο να υποφέρει το Λασίθι από σιτοδεία και πείνα, ενώ εθεωρείτο τα χρόνια εκείνα ο σιτοβολώνας της Κρήτης και η στρεμματική του απόδοση ήταν τόσο μεγάλη ώστε έφθανε πολλές χρονιές στα εκατό χιλιάδες μουζούρια δηλαδή 1.536.000 κιλά.

Αυτή η διαπίστωση έκανε πολλούς γεωργούς των όμορων επαρχιών να γίνονται παχτωτές χωραφιών του Λασιθίου αφενός μεν για να βγάλουν άφθονο στάρι να θρέψουν τις οικογένειές τους, να πληρώσουν τους φόρους τους στους φοροεισπράκτορες Ενετούς, αλλά και για ν’ αποφύγουν την υποχρεωτική ή δια της βίας στρατολόγησή τους για υπηρεσία στις Ενετικές γαλέρες ή στην ανέγερση Ενετικών φρουρίων. Γιατί όποιος πάχτωνε και καλλιεργούσε κτήματα του Δημοσίου (το Οροπέδιο Λασιθίου είπαμε πως ανήκε στο Ενετικό Δημόσιο) είχε το προνόμιο της απαλλαγής.

Αλλου είδους θεομηνία ήταν οι πλημμύρες. Το Λασίθι από τα χρόνια εκείνα υπέφερε από πλημμύρες όμοιες μ’ αυτές του φετινού Δεκέμβρη που κατά τους ειδικούς, νερό που φθάνει τους 15.000.000 τόνους κάλυψε μεγάλο μέρος του κάμπου καταστρέφοντας 4000 στρέμματα σιτηρών και οσπρίων. Το φαινόμενο παρουσιαζόταν παλαιότερα πιο συχνά λόγω των πολλών βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων. Ο χώνος, το χωνευτήρι που φεύγουν τα νερά προς την επαρχία Πεδιάδας, δεν είναι ικανός ν’ απορροφήσει τις μεγάλες βροχοπτώσεις που αναγκαστικά κατακλύζουν το δυτικό κυρίως μέρος του κάμπου. Η προσπάθεια δε διάνοιξής του, ίσως φέρει τ’ αντίθετα αποτελέσματα. Μόνο η διάνοιξη ενός τούνελ για την απορροή των υδάτων που λιμνάζουν και την διοχέτευσή τους στο προγραμματιζόμενο φράγμα Αποσελέμη ίσως να σώσει την κατάσταση.

Εκτός από τις θεομηνίες, η Κρήτη και μαζί της και το Οροπέδιο Λασιθίου υπέφερε από διάφορες μολυσματικές ασθένειες η κυριότερη από τις οποίες ήταν η πανώλης (η πανούκλα όπως την αποκαλούσε ο λαός). Ηταν μια φοβερή, θανατηφόρα ασθένεια που δίκαια ο κόσμος την ονόμαζε “μαύρο θάνατο”. Την ξεχωρίζουμε από τις άλλες μολυσματικές ασθένειες της εποχής, γιατί ήταν η αιτία που εξολοθρέφτηκε ένα ολόκληρο χωριό του Οροπεδίου Λασιθίου, το Αγουστί χωριό, που ‘χε πόρτες 92 (οικογένειες) δηλαδή 300-400 κατοίκους και σ’ ένα χρόνο δεν έμεινε παρά μόνο ένας κύρης και ένας γιος όπως αναφέρει και η Ιστορία μα και η παράδοση. Οι διασωθέντες μετοίκησαν στο χωριό Αβδού Πεδιάδας.

Η ασθένεια αυτή είχε από πολύ παλιά εξαπλωθεί σ’ όλο τον κόσμο. Η εξάπλωση γινόταν ακαριαία. Οι Κρητικοί, λόγω της συχνής επικοινωνίας τους με τ’ άλλα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και τα παράλια της Μεσόγειος θάλασσας την έφεραν στο νησί άθελά τους. Εμφανίστηκε και εξαπλώθηκε σε πολλά μέρη του κόσμου μετά το 1291. Ετσι, την βρίσκουμε το 1376, το 1456, το 1464, το 1471, το 1780 κ.λ.π. να ταλαιπωρεί και να σκοτώνει τον κόσμο. Στην Κρήτη ειδικά, μεταδόθηκε το 1571, το 1625, το 1720, το 1789 κ.λ.π. Από στατιστικές των θανάτων εξαιτίας μολυσματικών νόσων, μαθαίνουμε ότι υπήρξε η πιο θανατηφόρα. Πολλές φορές ερήμωσε ολόκληρα γεωγραφικά Διαμερίσματα.

Η ασθένεια παρουσιαζόταν απότομα. Ο ασθενής παρουσίαζε υψηλό πυρετό, σκοτωδίνες, δυνατούς πόνους σ’ όλο το σώμα.

Γέμιζε το σώμα εξογκώματα μέσα σε λίγα λεπτά μαλακά ή σκληρά που έφθαναν κάποτε το μέγεθος αυγού. Οταν ήσαν σκληρά, ο θάνατος ήταν βέβαιος και άμεσος. Οι γιατροί της εποχής, δεν πρόφθαιναν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Κολούσαν την ασθένεια και τους περίμενε η ίδια τύχη. Μα και οι παππάδες που έτρεχαν να μεταλάβουν τους ετοιμοθάνατους, πάθαιναν το ίδιο. Στο τέλος έπαυαν να τους υπηρετούν και να τους προστατεύουν ακόμη και οι στενοί συγγενείς τους. Ετσι έμεναν αβοήθητοι χωρίς τροφή και νερό και πέθαιναν μένοντας άταφοι βορά στα αρπακτικά όρνεα.

Στο Αγουστί χωριό, που είχε την τύχη αυτή ασφαλώς διαδόθηκε το 1789, αφού κατά την απογραφή του 1780 φέρεται με 92 χαράτσια.

Στο χώρο της αυλής του σωζόμενου ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου, έκανα δεντροφύτευση το έτος 1964 μαζί με τους μαθητές των ανωτέρων τάξεων του Δημοτικού Σχολείου Αγίου Γεωργίου. Κατά την εξόρυξη των λάκων, συναντήσαμε ομαδικούς τάφους με ανθρώπινους σκελετούς. Σ’ άλλα χωριά του Οροπεδίου δεν μεταδόθηκε η επάρατη νόσος.

Το έτος 1894 ο Γαλλοελβετός Αλεξάντερ Γιέρσιν γιατρός, ανακάλυψε ότι η ασθένεια της πανούκλας οφείλεται σε βακτηρίδιο, το βακτηρίδιο της πανώλης μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ψύλλους των ποντικιών και από άνθρωπο σε άνθρωπο με τα σταγονίδια της αναπνοής. Μετά την ανακάλυψη των αντιβιοτικών, η ασθένεια καταπολεμήθηκε και σήμερα σχεδόν έχει εκλείψει.

Η λέξη πανούκλα σήμερα λειτουργεί μόνο στο επίπεδο συμβολισμού υποδηλώνοντας ένα μεγάλο κακό.

Η φράση “απ’ έξω κούκλα και από μέσα πανούκλα” λέγεται για να τονίσει την αντίφαση που εμπεριέχεται συχνά σε πρόσωπα ή καταστάσεις

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ανασκαλεύοντας την ιστορική μνήμη, βρήκα πως η ιστορία του Οροπεδίου Λασιθίου κατά τα χρόνια της Ενετοκρατίας (1204-1669) είναι φτωχή, φτωχότατη θα’ λεγα. Γι’ αυτό, αν και δεν είμαι ειδικός, πήρα την μεγάλη, την τολμηρή απόφαση να την ερευνήσω με σκοπό να ρίξω όσο φως μπορέσω στην σκοτεινή αυτή περίοδο.

Η εργασία που παρουσιάζω σήμερα “Το Οροπέδιο Λασιθίου επί Ενετοκρατίας” γνωρίζω εκ των προτέρων ότι είναι ελλιπής, γι’ αυτό ζητώ την επιείκεια των αναγνωστών της. Και είναι φτωχή γιατί οι ιστορικές μνήμες των σημερινών κατοίκων πληροφοριοδοτών και τα γραπτά μνημεία είναι ελάχιστα την περίοδο εκείνη επομένως και η διείσδηση στο χρόνο είναι πολύ δύσκολη. Εκανα όμως μια αρχή, έδωσα μια νύξη σ’ αυτούς που θα’ θελανα ν’ ασχοληθούν περισσότερο με το θέμα.

Η κακοδιοίκηση, οι καταχρήσεις των Ενετικών Αρχών, η όλη συμπεριφορά των Ενετών υπαλλήλων, των οποίων μοναδικός σκοπός ήταν ο άμεσος πλουτισμός, οι υπερβάσεις, οι σφετερισμοί σε βάρος των κατοίκων της Κρήτης, το φεουδαλικό σύστημα διοίκησης, η αντικατάσταση του Ορθόδοξου ανώτατου κλήρου με καθολικούς, το μοίρασμα της γης από τους κατακτητές και η υποχρέωση των δύστυχων πολιτών να εργάζονται σαν είλωτες και να επιστρατεύονται δια της βίας για υπηρεσία στις Ενετικές γαλέρες, ή για ανέγερση φρουρίων, ήσαν μερικά από τα αίτια των συχνών εξεγέρσεων του αδούλωτου Κρητικού λαού.

Οι εξεγέρσεις αυτές, 27 τον αριθμό, υπήρξαν καρπός των φρικτών περιπετειών και δεινοπαθημάτων του υπερήφανου Κρητικού λαού.

Οι εξεγέρσεις αυτές, 27 τον αριθμό, υπήρξαν καρπός των φρικτών περιπετειών και δεινοπαθημάτων του υπερήφανου Κρητικού λαού.

Οφείλονταν εκτός των παραπάνω αφορμών και στην αρπακτικότητα και την απληστία των ευγενών Ενετών, των φεουδαρχών και των υπαλλήλων τους, οι οποίοι χρηματίζονταν ασυστόλως πουλώντας δικαιοσύνη και συναγωνίζονταν ποιός θα απομυζήσει το περισσότερο αίμα των φτωχών χωρικών της Κρήτης.

Ο Κρητικός λαός δεν δέχτηκε και τότε, όπως πάντα, την υποδούλωση, τον εξευτελισμό και την ταπείνωση, γι’ αυτό και ο λαϊκός ριμαδόρος δεν παρέλειψε να τραγουδά και να παινά την Κρήτη του:

“Κρήτη μου όμορφο νησί, Κρήτη λεβεντογέννα

που γράφετ’ η ιστορία σου κάθε φορά με αίμα.

Κρήτη στο άγιο χώμα σου στο αιματοβαμμένο

που το κλαδί της λευτεριάς εκειά’ ναι φυτεμένο.

Κρήτη που δε γονάτισες ποτέ σου σε κανένα

κι όσοι εχθροί σ’ αγγίξανε το πλήρωσαν με αίμα,

Λεβεντογέννα Κρήτη μας, Κρήτη μας δοξασμένη

ξέρει ο κάθε Κρητικός να ζει και να πεθαίνει”.

Η με πρωτοφανή σκληρότητα κατεδάφιση των σπιτιών, των χωριών, που υπήρξαν στο Οροπέδιο Λασιθίου προ της Ενετοκρατίας, ο ξεριζωμός των οπωροφόρων δέντρων και αμπελιών, η απαγόρευση καλλιέργειας του κάμπου και το διώξιμο των κατοίκων του επί 200 και πλέον χρόνια (1293-1515) και η γενική ερήμωσή του, έσβησαν την Ιστορία του όχι μόνο αυτή την περίοδο, αλλά και την προ της Ενετοκρατίας. Ετσι δεν γνωρίζουμε τίποτε για την μακρά περίοδο της Βυζαντινοκρατίας στην Κρήτη.

Ούτε ποιά χωριά υπήρχαν, ούτε πώς τα έλεγαν, ούτε ποιός ήταν ο πληθυσμός και η πρόοδός τους. Τα μοναδικά βυζαντινά λείψανα ήταν η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου στο Αγουστί χωριό, η εκκλησούλα της Αγ. Αννας στο νεκροταφείο του Τζερμιάδω και τα ερείπια της εκκλησίας Σεργίου και Βάκχου κοντά στο νεκροταφείο του Αγ. Χαραλάμπους.

Οι εκάστοτε παχτωτές του Λασιθίου απαλλάσσονταν από τις αγγαρείες στο κτίσιμο των τειχών και των φρουρίων και από τις Ενετικές γαλέρες, γιατί με τους φόρους που πλήρωναν βοηθούσαν το Ενετικό κράτος.

Για το Αγουστί χωριό έχουμε τις αντιρρήσεις μας κατά πόσο ήταν Βυζαντινό χωριό ή όχι, εφόσον ο πρώτος του οικιστής ο Αυγουστίνι ήταν Ενετός, εκτός και αν κτίστηκε πάνω στα ερείπια του Βυζαντινού χωριού, του οποίου το όνομα δεν γνωρίζουμε.

Η ζωή των εποικιστών του Οροπεδίου Λασιθίου μετά την άρση της απαγόρευσης κατοίκησής του το 1514 ήταν πολύ δύσκολη, μίζερη θα έλεγα, γιατί ήταν υποχρεωμένοι να ζουν σε μικρούς οικισμούς απομονωμένοι και ξεκομμένοι κοντά στη γη που είχαν παχτώσει να καλλιεργούν.

Η γη δεν απέδιδε όσο έπρεπε γιατί τα σιτηρά που έσπερναν σύρκωναν κάθε χρόνο λόγω της μεγάλης υγρασίας, δεν μέστωναν και οι παχτωτές δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν το ψωμί της οικογένειάς τους και είχαν να πληρώσουν και τα παχτωτικά σε σιτηρά πάντοτε.

Διέμεναν σε χαμόσπιτα και πρόχειρες καλύβες γιατί κανονικά σπίτια μόνιμα απαγορεύονταν να χτίσουν. Εξάλλου, ο χρόνος της παραμονής τους στο Οροπέδιο ήταν μόνο για να σπείρουν και να θερίσουν και ύστερα έπρεπε να επανέλθουν στα κατωμέρια στις όμορες επαρχίες όπου είχαν τη μόνιμη κατοικία τους. Το περιβάλλον ήταν άγριο, εχθρικό και ανθυγιεινό.

Στο Οροπέδιο Λασιθίου, λόγω της ιδιομορφίας του, φώλευαν οι επαναστάτες, οι “αετοί” της ελεύθερης σκέψης , και της ελευθερίας, οι άνθρωποι που δεν προσκύνησαν τους κατακτητές. Κατακτητής δεν κατοίκησε ποτέ στο Οροπέδιο. Ετσι εξηγείται γιατί στον τόπο αυτό δεν υπάρχουν μεσαιωνικά μέγαρα Ενετών αρχόντων και αρχοντορωμαίων Κρητικών. Γιατί δεν υπάρχουν πύργοι και Βενετσιάνικα φρούρια ούτε Τούρκικα τζαμιά και μιναρέδες.

Βιβλιογραφία:

Νικ. Ζουδιανού : Ιστορία της Κρήτης επί Ενετοκρατίας

Στέργιου Σπανάκη : Πόλεις και χωριά της Κρήτης, τόμοι 2.

Στέργιου Σπανάκη : Η Κρήτη

Γ. Παναγιωτάκη : Το Λασίθι

Εμμ. Μπελιβάνη : Τα λαογραφικά του Αγίου Γεωργίου Λασιθίου.

Σύλλογος Πολιτιστικός Αβρακοδιανών-Κουδουμαλιανών: Αβρακόντες.

Στελ. Μαρινάκη : Ενοριακά Μοναστήρια της Κρήτης. Μ. Κρουσταλλένιας.

Ι.Μ. Καραβολάκη : Ιερά Μονή Κρουσταλλένιας

Στ. Σπανάκη : Συμβολή στην ιστορία του Λασιθίου

Ν. Ψιλάκη : Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης.

ΤΕΕ-ΤΑΚ : Περιοδικό ΤΑΥ.

Ηράκλειο Ιούλιος 2003